Καινή Διαθήκη Παραβολές του Χριστού κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 0 0 Η παραβολή για τα δύο σπίτια «όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου και τα τηρεί, αυτόν τον παρομοιάζω μ’ έναν συνετό άνθρωπο, που έχτισε το σπίτι του πάνω στο βράχο. Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι και έπεσαν ορμητικά πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, δεν γκρεμίστηκε, γιατί είχε θεμελιωθεί πάνω στο βράχο. Κι όποιος ακούει αυτά τα λόγια μου, μα δεν τα τηρεί στην πράξη, μοιάζει μ’ έναν άμυαλο άνθρωπο, που έκτισε το σπίτι του πάνω στην άμμο. Έτσι, όταν ήρθε η βροχή και πλημμύρισαν τα ποτάμια και φύσηξαν οι άνεμοι κι έπεσαν πάνω σ’ εκείνο το σπίτι, αυτό γκρεμίστηκε και η πτώση του έγινε με πάταγο μεγάλο». (Λκ 6,47-49) Η παραβολή του σποριά Εκείνη την μέρα ο Ιησούς βγήκε από το σπίτι και καθόταν δίπλα στη λίμνη. Γύρω του μαζεύτηκε πολύς κόσμος γι’ αυτό μπήκε και κάθισε σ’ ένα καΐκι κι όλος ο κόσμος στεκόταν στο γιαλό. Τους είπε πολλά με παραβολές: “Βγήκε ο σποριάς να σπείρει. Καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, κι ήρθαν τα πουλιά και τους έφαγαν όλους. Άλλοι έπεσαν σε έδαφος πετρώδες, που δεν είχε πολύ χώμα, κι αμέσως φύτρωσαν. Γιατί το χώμα ήταν λιγοστό. Μόλις όμως ανέτειλε ο ήλιος κάηκαν και, επειδή δεν είχαν ρίζες, ξεράθηκαν. Άλλοι σπόροι πάλι έπεσαν στ’ αγκάθια και, όταν τ’ αγκάθια μεγάλωσαν, τους έπνιξαν. Τέλος άλλοι έπεσαν στο γόνιμο έδαφος και έδωσαν καρπό, άλλοι εκατό φορές περισσότερο, άλλοι εξήντα κι άλλοι τριάντα. Όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει, ας ακούει”. (Μκ 4,1-9 Λκ 8,4-8) Η εξήγηση της παραβολής του σποριά «Ακούστε λοιπόν, την εξήγηση της παραβολής του σποριά: Σ’ εκείνον που ακούει το κήρυγμα για τη βασιλεία και δεν το αποδέχεται, έρχεται ο πονηρός και του παίρνει ό,τι σπάρθηκε στην καρδιά του, αυτός είναι ο σπόρος που σπάρθηκε στο δρόμο. Αυτός που σπάρθηκε σε πετρώδες έδαφος, είναι ο όποιος ακούει τον λόγο και τον δέχεται αμέσως με πολλή χαρά, δεν έχει όμως μέσα του ρίζα και είναι προσωρινός κι όταν αρχίσουν οι κατατρεγμοί και οι διωγμοί εξαιτίας του ευαγγελίου, αμέσως το απαρνιέται. Ο σπόρος που σπάρθηκε στ’ αγκάθια είναι όποιος ακούει το λόγο, η μέριμνα όμως για τα εγκόσμια και η απάτη του πλούτου καταπνίγουν το λόγο κι έτσι δεν καρποφορεί. Και με το σπόρο που σπάρθηκε στο γόνιμο έδαφος εννοείται όποιος ακούει το ευαγγέλιο και το αποδέχεται αυτός, λοιπόν φέρνει καρπό και κάνει άλλος εκατό, άλλος εξήντα και άλλος τριάντα φορές περισσότερο». (Μκ 4,13-20 Λκ 8,11-15) Η παραβολή των ζιζανίων Τότε άφησε το πλήθος και ήρθε στο σπίτι του. Και πήγαν οι μαθητές του και του είπαν: “Εξήγησέ μας την παραβολή για τα ζιζάνια στο χωράφι”. Κι αυτός τους αποκρίθηκε: “Ο σποριάς που σπέρνει τον καλό σπόρο είναι ο Υιός του Ανθρώπου, το χωράφι είναι ο κόσμος και ο καλός σπόρος είναι όσοι ανήκουν στην βασιλεία του Θεού. Τα ζιζάνια είναι όσοι ανήκουν στον πονηρό, ο εχθρός που τα έσπειρε είναι ο διάβολος, ο θερισμός είναι το τέλος του κόσμου και οι θεριστές είναι οι Άγγελοι. Όπως λοιπόν μαζεύονται τα ζιζάνια και καίγονται στη φωτιά, έτσι θα γίνει το τέλος του κόσμου. Ο υιός του Ανθρώπου θα στείλει τους αγγέλους του και θα μαζέψουν από το χώρο της βασιλείας του όσους προκαλούν την πτώση των άλλων και κάνουν πράγματα αντίθετα με το νόμο του Θεού, και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς εκεί θα κλαί8νε και θα τρίζουν τα δόντια τους. Τότε οι ευσεβείς θα λάμψουν σαν τον ήλιο στην βασιλεία του Πατέρα τους. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει”. (Κατά Ματθαίον) Η παραβολή για τον κρυμμένο θησαυρό «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει επίσης με θησαυρό κρυμμένο στο χωράφι, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε κι όλος χαρά πάει και πουλάει όλα όσα έχει κι αγοράζει εκείνο το χωράφι». (Κατά Ματθαίον) Η παραβολή για το πανάκριβο μαργαριτάρι «Η βασιλεία των ουρανών πάλι μοιάζει μ’ έναν έμπορο, που ζητούσε να βρει όμορφα μαργαριτάρια. Κι όταν βρήκε ένα πανάκριβο μαργαριτάρι πήγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε». (Κατά Ματθαίον) Η παραβολή για το δίκτυ «Η βασιλεία των ουρανών είναι πάλι όμοια μ’ ένα δίκτυ, που το έριξαν στη θάλασσα και έπιασε κάθε λογής ψάρια. Όταν γέμισε, το έσυραν έξω στο γιαλό και κάθισαν και μάζεψαν τα καλά ψάρια σε πανέρια, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. Έτσι θα γίνει και στο τέλος του κόσμου θα βγουν οι άγγελολι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς ανάμεσα από τους ευσεβείς και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». Ο Ιησούς τους ρωτάει: «Τα καταλάβατε όλα αυτά;» Του απαντούν: «Ναι». Κι αυτός τους λέει: «Γι’ αυτό, κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε τη βασιλεία του Θεού είναι όμοιος μ’ έναν πλούσιο που βγάζει από το θησαυροφυλάκιο του καινούργιους και παλιούς θησαυρούς». (Κατά Ματθαίον) Η παραβολή για το χαμένο πρόβατο «Τι νομίζετε; Αν κάποιος έχει πρόβατο έχει εκατό πρόβατα και του χαθεί απ’ αυτά το ένα, δε θ’ αφήσει τα ενενήντα εννιά στα βουνά για να πάει να αναζητήσει το χαμένο; Κι όταν το βρει, σας βεβαιώνω πως χαίρεται πιο πολύ γι’ αυτό, παρά για τα ενενήντα εννιά που δεν έχουν χαθεί. Έτσι ο ουράνιος Πατέρας σας δεν θέλει να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς τους μικρούς. (κατά Ματαθαίον) Η παραβολή του κακού δούλου «Γι’ αυτό η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ένα βασιλιά, που θέλησε να του αποδώσουν λογαριασμό οι δούλοι του. Μόλις άρχισε να κάνει το λογαριασμό, του φέρανε κάποιον που όφειλε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Επειδή δεν μπορούσες να το επιστρέψει, ο κύριος του διέταξε να πουλήσουν τον ίδιο, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλα τα παρόντα του να του δώσουν το ποσό από την πώληση. Ο δούλος τότε έπεσε στα πόδια του, τον προσκυνούσε κι έλεγε: «δείξε μου μακροθυμία και θα σου δώσω όλα τα χρέη μου πίσω». Το λυπήθηκε λοιπόν ο κύριος του εκείνον το δούλο και τον άφησε να φύγει, του χάρισε μάλιστα και το χρέος. Βγαίνοντας έξω ο ίδιος δούλος βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του όφειλε μόνο εκατό δηνάρια, τον έπιασε και τον έσφιγγε να τον πνίξει λέγοντάς του: “ξόφλησε μου αυτά που μου χρωστάς”. Ο σύνδουλός του τότε έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε: “Δείξε μου μακροθυμία και θα σου τα ξεπληρώσω”. Εκείνος όμως δε δεχόταν, αλλά πήγε και τον έβαλε στη φυλακή, ώσπου να ξεπληρώσει ό,τι του χρωστούσε. Όταν το είδαν αυτό οι σύνδουλοί του, λυπήθηκαν πάρα πολύ και πήγαν και διηγήθηκαν στον κύριο τους όλα όσα έγιναν. Τότε ο κύριος τον κάλεσε και του είπε: “κακέ δούλε, σου χάρισα όλο εκείνο το χρέος, επειδή με κάλεσες δεν έπρεπε κι εσύ να σπλαχνιστείς το σύνδουλό σου, όπως κι εγώ σπλαχνίστηκα εσένα;” Και οργισμένος τον παρέδωσε στους βασανιστές, ώσπου να ξεπληρώσει όσα του χρωστούσε. Έτσι θα κάνει και σ’ εμάς ο ουράνιος Πατέρας μου αν ο καθένας σας δε συγχωρεί τα παραπτώματα του αδερφού του μ’ όλη του την καρδιά». (Κατά Ματθαίον) Η παραβολή για τους εργάτες του αμπελιού «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ έναν γαιοκτήμονα, που βγήκε νωρίς το πρωί να προσλάβει εργάτες για το αμπέλι του. Συμφώνησε με τους εργάτες να τους πληρώσει ένα δηνάριο την ημέρα, και τους έστειλε στο αμπέλι του. Όταν γύρω στις εννιά βγήκε στην αγορά, είδε άλλους να στέκονται εκεί χωρίς δουλειά και του είπε: “πηγαίνετε και εσείς στο αμπέλι και θα σας δώσω ό,τι είναι δίκαιο”. Έφυγαν κι αυτοί για το αμπέλι. Όταν ξαναβγήκε κατά τις δώδεκα και κατά τις τρις έκανε το ίδιο. Κατά τις πέντε, βγήκε και βρήκε κι άλλους να κάθονται και τους ρωτάει: “γιατί κάθεστε εδώ άνεργοι όλη την ημέρα;” “Κανένας δε μας πήρε στη δουλειά” του απαντούν. “Πηγαίνετε” τους λέει, “κι εσείς στο αμπέλι μου θα πάρετε ό,τι δικαιούσαι”. Όταν βράδιασε λέει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού στο διαχειριστή του: “φώναξε τους εργάτες και πλήρωσέ τους το μεροκάματο, αρχίζοντας από τους τελευταίους ως τους πρώτους”. Ήρθαν λοιπόν αυτοί που έπιασαν δουλειά στις πέντε και πήραν ένα δηνάριο. Ήρθαν και οι πρώτοι και νόμισαν πως θα πάρουν περισσότερα πήραν όμως κι αυτοί από ένα δηνάριο. Όταν το πήραν, άρχισαν να διαμαρτύρονται εναντίον του γαιοκτήμονα: “Αυτοί οι τελευταίοι, εργάστηκαν μία ώρα και τους εξίσωσες μ’ εμάς, που υπομείναμε το μόχθο και τον καύσωνα μιας ολόκληρης ημέρας;”. Εκείνος όμως γύρισε σ’ έναν απ’ αυτούς και του είπε: “Φίλε, δε σε αδικώ δε συμφώνησες μαζί μου ένα δηνάριο; Πάρ’ το και πήγαινε. Εγώ θέλω να πληρώσω αυτόν που ήρθε τελευταίος όσο και εσένα. Δεν μπορώ τα λεφτά μου να τα κάνω ό,τι θέλω; Ή μήπως επειδή είμαι καλός, αυτό προκαλεί την ζήλια σου;”. Έτσι θα βρεθούν οι τελευταίοι πρώτοι και οι πρώτοι τελευταίοι. Γιατί πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί». (Κατά Ματαθαίον) Η παραβολή για τους δύο γιούς «Τι γνώμη έχετε τώρα γι’ αυτό που θα σας πω: Κάποιος είχε δύο παιδιά. Πάει λοιπόν στον πρώτο και του λέει: “παιδί μου, πήγαινε σήμερα κι εργάσου στο αμπέλι”. Αυτός του είπε: “Δε θέλω”. Ύστερα όμως μετάνιωσε και πήγε. Πάει και στον δεύτερο και του λέει τα ίδια. Εκείνος του αποκρίθηκε: “Μάλιστα, κύριε” αλλά δεν πήγε. Ποιος από τους δύο έκανε το θέλημα του πατέρα του;» «Ο πρώτος» του απαντούν. Τους λέει ο Ιησούς: «Σας βεβαιώνω πως οι τελώνες και οι πόρνες θα μπουν πριν από σας στη βασιλεία του Θεού. Ήρθε σ’ εσάς ο Ιωάννης κηρύττοντας την οδό της σωτηρίας, και δεν τον πιστέψατε οι τελώνες όμως και οι πόρνες τον πίστεψαν. Κι εσείς, παρ’ όλο που τους είδατε, δε μετανοήσατε ούτε για να τον πιστέψετε». (κατά Ματθαίον) Η παραβολή των κακών γεωργών «Ακούστε άλλη μια παραβολή: ένας γαιοκτήμονας φύτεψε ένα αμπέλι, το περίφραξε, έσκαψε σ’ αυτό πατητήρι, έκτισε πύργο, το νοίκιασε σε γεωργούς και έφυγε για άλλον τόπο. Όταν πλησίασε η εποχή της καρποφορίας, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς να πάρουν το μερίδιο του από τους καρπούς. Οι γεωργοί όμως έπιασαν τους δούλους του κι άλλον τον έδειραν, άλλον τον σκότωσαν κι άλλον τον λιθοβόλησαν. Ξανάστειλε άλλους δούλους περισσότερους από τους πρώτους και τους έκαναν τα ίδια. Τελευταίον τους έστειλε το γιο του με τη σκέψη: “θα σεβαστούν τον γιο μου”. Οι γεωργοί όμως όταν είδαν το γιο, είπαν μεταξύ τους: “Αυτός είναι ο κληρονόμος. Εμπρός, ας τον σκοτώσουμε και ας αρπάξουμε την κληρονομιά του” Έτσι, τον έπιασαν, τον έβγαλαν έξω από τ’ αμπέλι και τον σκότωσαν. Όταν λοιπόν έρθει ο ιδιοκτήτης του αμπελιού, τι θα κάνει σ’ εκείνους τους γεωργούς; “Είναι κακοί” του λένε. “Γι’ αυτό θα τους εξολοθρεύσει με το χειρότερο τρόπο και θα νοικιάσει το αμπέλι σ’ άλλους γεωργούς, που θα του δίνουν τους καρπούς στην εποχή τους”. Τους λέει ο Ιησούς: “Πότε δε διαβάσατε στις Γραφές;Ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοι,αυτός έγινε αγκωνάρικαι ειν’ αξιοθαύμαστο στα μάτια μας” «όποιος πέσει πάνω σ’ αυτόν τον λίθο θα τσακιστεί και σ’ όποιον πάνω πέσει ο λίθος, θα τον κομματιάσει. Γι’ αυτό σας βεβαιώνω πως ο Θεός θα σας αφαιρέσει το προνόμιο να είστε ο λαός της βασιλείας του, και θα το δώσει σ’ ένα λαό που θα παράγει τους καρπούς της βασιλείας». Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι άκουσαν τις παραβολές του και κατάλαβαν πως μιλάει γι’ αυτούς. Κι ενώ ήθελαν να τον πιάσουν, φοβήθηκαν τα πλήθη, γιατί τον πίστευαν για προφήτη. (Μκ 12,1-12 Λκ 20,9-10) Η παραβολή των βασιλικών γάμων Ο Ιησούς τους μίλησε πάλι με παραβολές και τους είπε: “Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει μ’ ένα βασιλιά, που έκανε το γάμο του γιου του. Έστειλε τους δούλους του να φωνάξουν τους καλεσμένους στο γάμο, εκείνοι όμως δεν ήθελαν να έρθουν. Έστειλε ξανά άλλους δούλους λέγοντας τους: «να πείτε στους καλεσμένους: έχω ετοιμάσει το γεύμα, έχω σφάξει τους ταύρους και τα θρεφτάρια, κι όλα είναι έτοιμα ελάτε στο γάμο». Οι καλεσμένοι όμως αδιαφόρησαν και πήγαν άλλος στο χωράφι του κι άλλος στο εμπόριο του. Οι υπόλοιποι έπιασαν τους δούλους τους, τους κακοποίησαν και τους σκότωσαν. Όταν το άκουσε ο βασιλιάς εκείνος θύμωσε, έστειλε το στρατό του και αφάνισε εκείνους τους φονιάδες και πυρπόλησε την πόλη τους. Τότε λέει στους δούλους του: «το τραπέζι του γάμου είναι έτοιμο μα οι καλεσμένοι δε φάνηκαν άξιοι. Πηγαίνετε λοιπόν στα σταυροδρόμια και όσους βρείτε καλέστε τους στους γάμους». Βγήκαν τότε οι δούλοι στους δρόμους και μάζεψαν όλους όσους βρήκαν, κακούς και κακούς. Η αίθουσα του γάμου γέμισε από συνδαιτυμόνες. Μπήκε κι ο βασιλιάς για να δει τους συνδαιτυμόνες, κι εκεί είδε κάποιον που δεν ήταν ντυμένος με τη γαμήλια φορεσιά. «Φίλε» του λέει «πως μπήκες εδώ χωρίς το κατάλληλο ντύσιμο;» εκείνος έχασε τη λαλιά του. Τότε ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: «Δέστε του τα πόδια και τα χέρια και πάρτε τον και βγάλτε τον έξω στο σκοτάδι» εκεί θα κλαίει και θα τρίζει τα δόντια του. Γιατί, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί ”. (Λκ 14,15-24) Η παραβολή των δέκα παρθένων «Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού θα μοιάζει με ό,τι έγινε με δέκα παρθένες. Αυτές πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν να προϋπαντήσουν το γαμπρό. Πέντε απ’ αυτές ήταν συνετές και πέντε άμυαλες. Οι άμυαλες πήραν τα λυχνάρια τους, μα δεν πήραν μαζί τους λάδι. Απεναντίας, οι συνετές πήραν αζί με τα λυχνάρια και λάδι στα δοχεία τους. Επειδή όμως ο γαμπρός αργοπορούσε νύσταξαν όλες και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια φωνή: “έρχεται ο γαμπρός, βγείτε να τον προϋπαντήσετε!” Όλες λοιπόν, οι παρθένες σηκώθηκαν και τακτοποίησαν τα λυχνάρια τους. Οι άμυαλες είπαν τότε στις συνετές: “δώστε μας από το λάδι σας, γιατί τα λυχνάρια μας σβήνουν”. Οι συνετές όμως απάντησαν: “όχι γιατί δεν θα φτάσει για μας και για σας, καλύτερα πηγαίνετε στους πωλητές ν’ αγοράσετε το δικό σας”. Αλλά ενώ πήγαιναν ν’ αγοράσουν λάδι ήρθε ο γαμπρός. Τότε οι έτοιμες παρθένες μπήκαν μαζί του στη γιορτή του γάμου και έκλεισε η πόρτα. Ύστερα από λίγο φτάνουν και οι υπόλοιπες παρθένες κι άρχισαν να φωνάζουν: “κύριε, κύριε άνοιξέ μας!” Εκείνος όμως τους αποκρίθηκε: “αλήθεια σας λέω, δε σας ξέρω”. Να είστε λοιπόν άγρυπνοι, γιατί δεν ξέρετε ούτε την ημέρα ούτε την ώρα που θα έρθει ο Υιός του Ανθρώπου». (κατά Ματθαίον) Η παραβολή των ταλάντων « Η βασιλεία του Θεού μοιάζει μ’ ένα άνθρωπο ο οποίος φεύγοντας για ταξίδι, κάλεσε τους δούλους του και τους εμπιστεύτηκε τα υπάρχοντα του. Σ’ άλλον έδωσε πέντε τάλαντα σ’ άλλον δύο, σ’ άλλον ένα, στον καθένα ανάλογα με την ικανότητά του, κι έφυγε αμέσως για το ταξίδι. Αυτός που έλαβε τα πέντε τάλαντα πήγε και τα εκμεταλλεύτηκε και κέρδισε άλλα πέντε. Κι αυτός που έλαβε τα δύο τάλαντα, κέρδισε επίσης άλλα δύο. Εκείνος όμως που έλαβε το ένα τάλαντο, πήγε κι έσκαψε στη γη και έκρυψε τα χρήματα του κυρίου του». Ύστερα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, γύρισε ο κύριος εκείνων των δούλων και έκανε λογαριασμό μαζί τους. Παρουσιάστηκε τότε εκείνος που είχε λάβει τα πέντε τάλαντα και του έφερε άλλα πέντε. “Κύριε” του λέει, “μου εμπιστεύτηκες πέντε τάλαντα, κοίτα, κέρδισα μ’ αυτά άλλα πέντε”. Ο κύριος του του είπε: “εύγε καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι΄ αυτό θα σου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιάστηκε κι άλλος με τα δύο τάλαντα και του είπε: “Κύριε μου εμπιστεύτηκες δύο τάλαντα, κοίτα, κέρδισα άλλα δύο”. Του είπε ο κύριος του: “εύγε καλέ και έμπιστε δούλε! Αποδείχτηκες αξιόπιστος στα λίγα, γι’ αυτό θα ου εμπιστευτώ πολλά. Έλα να γιορτάσεις μαζί μου”. Παρουσιάστηκε και εκείνος που είχε ένα τάλαντο και του είπε: “κύριε, ήξερα πως είσαι σκληρός άνθρωπος. Θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και συνάζεις καρπούς εκεί που δε φύτεψες. Γι’ αυτό φοβήθηκα και πήγα κι έκρυψα το τάλαντο σου στη γη. Ορίστε τα λεφτά σου”. Ο κύριος του αποκρίθηκε: “δούλε κακέ και οκνηρέ, ήξερες πως θερίζω όπου δεν έσπειρα και συνάζω καρπούς απ’ όπου δε φύτεψα! Τότε έπρεπε να βάλεις τα χρήματά μου στην τράπεζα, κι εγώ όταν θα γυρνούσα πίσω, θα τα έπαιρνα με τόκο. Πάρτε του λοιπόν το τάλαντο και δώστε το σε αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα. Γιατί σε κάθε ένα που έχει, θα του δοθεί με το παραπάνω και θα έχει περίσσευμα, ενώ απ’ όποιον δεν έχει, θα του πάρουν και τα λίγα που έχει. Γι’ αυτόν τον άχρηστο δούλο πετάξτε τον έξω στο σκοτάδι. Εκεί θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια”. (Λκ 19,11-27)