Καινή Διαθήκη Παραβολές του Χριστού κατά Λουκά Ευαγγέλιο 0 0 Η παραβολή του σποριά Όταν συγκεντρώθηκε κοντά στον Ιησού πολύς κόσμος, που έρχονταν από διάφορες πόλεις, εκείνος τους είπε μια παραβολή: “Βγήκε ο σποριάς για να σπείρει το σπόρο του καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, όπου καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά. Άλλοι έπεσαν στις πέτρες και όταν φύτρωσαν, ξεράθηκαν, γιατί δεν είχε υγρασία. Άλλοι σπόροι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και όταν αυτά φύτρωσαν μαζί τους, τους έπνιξαν. Άλλοι όμως έπεσαν στο γόνιμο έδαφος φύτρωσαν κι έδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο”. Αφού τα είπε όλα αυτά, πρόσθεσε με έμφαση: “όποιος έχει αυτιά για ν’ ακούει ας τα ακούει”. Γιατί ο Ιησούς μιλάει με παραβολές Οι μαθητές του τότε τον ρωτούσαν: “Τι σημαίνει η παραβολή αυτή;” Εκείνος του απάντησε: “Σ’ εσάς έδωσε ο Θεός να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του, ενώ στους υπόλοιπους αυτά δίνονται με παραβολές, ώστενα κοιτάζουν αλλά να μη βλέπουνκαι ν’ ακούνε αλλά να μην καταλαβαίνουν”. Εξήγηση της παραβολής του σποριά “Η παραβολή αυτή σημαίνει το εξής: ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι που έπεσαν στο δρόμο, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο του Θεού έρχεται όμως ύστερα ο διάβολος και τον παίρνει απ’ τις καρδιές τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Οι σπόροι που έπεσαν στο πετρώδες έδαφος, είναι εκείνοι που, όταν ακούσουν το λόγο, τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα γι’ αυτό πιστεύουν για λίγο διάστημα και όταν έρθει ο καιρός της δοκιμασίας, απομακρύνονται. Αυτοί που έπεσαν στ’ αγκάθια, είναι εκείνοι που άκουσαν το λόγο, συμπορεύονται όμως με τις φροντίδες, με τον πλούτο και τις απολαύσεις της ζωής, πνίγονται απ’ αυτά και δεν καρποφορούν. Με το σπόρο που έπεσε στο γόνιμο έδαφος ευνοούνται όσοι άκουσαν το λόγο με καλή και αγαθή καρδιά, τον φυλάνε μέσα τους και καρποφορούν με υπομονή. Ο καλός Σαμαρείτης Κάποιος νομοδιδάσκαλος παρουσιάστηκε στον Ιησού, και για να τον φέρει σε δύσκολη θέση του είπε: “Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κερδίσω την αιώνια ζωή;” Ο Ιησούς τον ρώτησε: “Ο νόμος τι γράφει;” Εκείνος απάντησε: “Ν’ αγαπάς τον Κύριο το Θεό σου μ’ όλη τη καρδιά σου και μ’ όλη την ψυχή σου, μ’ όλη τη δύναμη σου και μ’ όλο το νου σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου”. “Πολύ σωστά απάντησες”, του είπε ο Ιησούς “αυτό κάνε και θα ζήσεις”. Εκείνος όμως, θέλοντας να δικαιολογήσει τον εαυτό του, είπε στο Ιησού: “Και ποιος είναι ο πλησίον μου;”Πήρε τότε αφορμή ο Ιησούς και είπε: “Κάποιος άνθρωπος, κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα για την Ιεριχώ, έπεσε πάνω σε ληστές. Αυτοί τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έφυγαν παρατώντας τον μισοπεθαμένο. Από ‘κείνο το δρόμο έτυχε να κατεβαίνει και κάποιος ιερέας, ο οποίος τον είδε, αλλά τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία”. Το ίδιο και κάποιος λευίτης, που περνούσε από ’κείνο το μέρος παρ’ όλο που τον είδε και αυτός, τον προσπέρασε χωρίς να του δώσει σημασία. Κάποιος όμως Σαμαρείτης που ταξίδευε, ήρθε προς το μέρος του, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε. Πήγε κοντά του, άλειψε τις πληγές του με λάδι και κρασί και τις έδεσε καλά. Μάλιστα τον ανέβασε στο δικό του το ζώο, τον οδήγησε στο πανδοχείο και φρόντισε γι’ αυτόν. Την άλλη μέρα φεύγοντας έβγαλε κι έδωσε στον πανδοχέα δύο δηνάρια και του είπε: “φρόντισε τον, κι ό,τι παραπάνω ξοδέψεις εγώ όταν ξαναπεράσω θα σε πληρώσω”. Ποιος λοιπόν απ’ αυτούς τους τρεις κατά την γνώμη σου αποδείχτηκε “πλησίον” εκείνου που έπεσε στους ληστές; Ο νομοδιδάσκαλος απάντησε: “Εκείνος που τον σπλαχνίστηκε”. Τότε ο Ιησούς του είπε: “Πήγαινε, και να κάνεις κι εσύ το ίδιο”. Η παραβολή του άφρονα πλουσίου Κάποιος από το πλήθος είπε στον Ιησού: “Διδάσκαλε, πως στον αδερφό μου να μοιράσουμε την κληρονομιά μας”. Κι ο Ιησούς του απάντησε: “Άνθρωπε μου, εγώ δεν είμαι δικαστής για να χωρίζω την περιουσία σας”. Και στο πλήθος είπε: “Να προσέχετε και να φυλάγεστε από το κάθε είδος πλεονεξίας, γιατί τα πλούτη, όσο περίσσια κι αν είναι, δε δίνουν στον άνθρωπο την αληθινή ζωή”. Τους είπε μάλιστα την εξής παραβολή: “Κάποιου πλούσιου ανθρώπου τα χωράφια έδωσαν άφθονη σοδειά. Τότε εκείνος σκεφτόταν και έλεγε: “τι να κάνω; Δεν έχω μέρος να συγκεντρώσω τα γεννήματά μου! Αλλά να τι θα κάνω”, είπε. “Θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα κτίσω μεγαλύτερες για να συγκεντρώσω εκεί όλη τη σοδειά μου και τ’ αγαθά μου. Μετά θα πω στον εαυτό μου: τώρα έχεις πολλά αγαθά, που αρκούν για χρόνια πολλά, ξεκουράσου, τρώγε, πίνε, διασκέδαζε” Τότε του είπε ο Θεός: “Ανόητε. Αυτή τη νύχτα θα παραδώσεις τη ζωή σου. Αυτά λοιπόν, που ετοίμασες σε ποιον θα ανήκουν; Αυτά, λοιπόν, παθαίνει όποιος μαζεύει πρόσκαιρούς θησαυρούς και δεν πλουτίζει τον εαυτό του με ό,τι θέλει ο Θεός”. Η παραβολή της άκαρπης συκιάς Ο Ιησούς τους είπε ακόμη την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος είχε φυτέψει στο αμπέλι του μια συκιά όταν όμως πήγε να μαζέψει απ’ αυτή σύκα, δε βρήκε. Είπε τότε στον αμπελουργό: “τρία χρόνια τώρα έρχομαι σ’ αυτήν την συκιά να βρω σύκα και δε βρίσκω, κόψε την λοιπόν, για να μην αχρηστεύει και το έδαφος. Εκείνος του απάντησε: “άφησε την, κύριε, κι ετούτη τη χρονιά, για να τη σκάψω γύρω γύρω και να της βάλω κοπριά. Και αν κάνει καρπό, την αφήνεις αλλιώς, θα την κόψεις στο μέλλον”.» Η παραβολή για το σπόρο του σιναπιού και το προζύμι Έλεγε ακόμη ο Ιησούς: “Με τι μοιάζει η βασιλεία του Θεού και με τι να την παρομοιάσω; Μοιάζει με σπόρο σιναπιού, που κάποιος τον φύτεψε στον κήπο του. Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρο δέντρο, και τα πουλιά φώλιασαν στα κλαδιά του”. Είπε πάλι: “Με τι να παρομοιάσω τη βασιλεία του Θεού; Μοιάζει με προζύμι, που το πήρε κάποια γυναίκα και το ανακάτωσε με ένα σακί αλεύρι, ώσπου ζυμώθηκε όλο”. Η παραβολή για τις πρωτοκαθεδρίες Βλέποντας ο Ιησούς τους καλεσμένους με ποιον τρόπο διάλεγαν τις πρώτες θέσεις στο τραπέζι, τους είπε μια παραβολή: «όταν σε καλέσει κάποιος σε γάμο, μην πας να καθίσεις στην πρώτη θέση, γιατί μπορεί κάποιος άλλος καλεσμένος να είναι πιο σπουδαίος από σένα. Και τότε θα έρθει αυτός που κάλεσε κι εσένα κι εκείνον, και θα σου πει: δώσε τη θέση σου σ’ αυτόν”. Τότε εσύ ντροπιασμένος θα πας να καθίσεις στην τελευταία θέση. Γι’ αυτό, όταν σε καλέσουν κάπου, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε όταν έρθει αυτός που σε κάλεσε, να σου πει: “φίλε μου, έλα σε μια καλύτερη θέση”. Έτσι αυτό θα είναι μια τιμή για σένα μπροστά στους συνδαιτυμόνες σου. Γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι αυτός που ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί». Και σ’ αυτόν που τον είχε καλέσει έλεγε ο Ιησούς: “Εσύ όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, μην καλείς τους φίλους σου και τ’ αδέρφια σου ούτε τους συγγενείς σου και τους πλούσιους γείτονες, γιατί κι αυτοί θα σε καλέσουν με τη σειρά τους, κι έτσι θα σου το ανταποδώσουν. Αντίθετα, όταν κάνεις τραπέζι, να καλείς φτωχούς, ανάπηρους, κουτσούς, τυφλούς. Θα είσαι μακάριος που δεν θα μπορούν να σου το ανταποδώσουν, γιατί θα σου ανταποδοθεί όταν θ’ αναστηθούν οι δίκαιοι”. Η παραβολή του μεγάλου δείπνου Όταν τ’ άκουσε αυτά κάποιος από κείνους που έτρωγαν μαζί με τον Ιησού, του είπε: “Μακάριος όποιος πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού”. Κι ο Ιησούς του είπε: «Ένας άνθρωπος ετοίμασε μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έστειλε το δούλο του να πει στους καλεσμένους: “ελάτε, όλα είναι πια έτοιμα”. Τότε άρχισαν, ο ένας μετά τον άλλον, να βρίσκουν δικαιολογίες: Ο πρώτος του είπε: “έχω αγοράσει ένα χωράφι και πρέπει να πάω να το δω σε παρακαλώ, θεώρησε με δικαιολογημένων. Άλλος του είπε: είμαι νιόπαντρος και γι’ αυτό δεν μπορώ να έρθω”. Γύρισε ο δούλος εκείνος και τα είπε αυτά στον κύριο του. Τότε ο οικοδεσπότης οργισμένος είπε στο δούλο του: “πήγαινε γρήγορα στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης και φέρε μέσα τους φτωχούς, τους αναπήρους, τους κουτσούς και τους τυφλούς”. Όταν γύρισε ο δούλος του είπε: “κύριε, αυτό που πρόσταξες έγινε και υπάρχει ακόμη χώρος”. Είπε πάλι ο κύριος στο δούλο: “πήγαινε έξω από την πόλη στους δρόμους και στα μονοπάτια κι ανάγκασε τους να έρθουν, για να γεμίσει το σπίτι μου γιατί σας βεβαιώνω πως κανένας από κείνους που κάλεσα δε θα γευτεί το δείπνο μου”». Η παραβολή του χαμένου προβάτου Όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί συνήθιζαν να πλησιάζουν τον Ιησού και να τον ακούνε. Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς διαμαρτύρονταν, λέγοντας ότι αυτός δέχεται αμαρτωλούς και τρώει μαζί τους. Εκείνος τότε τους είπε την ακόλουθη παραβολή: “Ποιος από εσάς αν έχει εκατό πρόβατα και χάσει ένα απ’ αυτά, δε θα εγκαταλείψει τα ενενήντα εννιά στην έρημο για να ψάξει για το χαμένο ώσπου να το βρει; Κι όταν το βρει, το βάζει χαρούμενος στους ώμους του, έρχεται στο σπίτι και προσκαλεί τους φίλους και τους γείτονες και τους λέει: «χαρείτε μαζί μου, γιατί βρήκα το πρόβατο μου που είχε χαθεί». Σας βεβαιώνω πως έτσι θα γίνει χαρά και στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού, παρά για ενενήντα εννιά δικαίους, που δεν έχουν ανάγκη από μετάνοια”. Η παραβολή του σπλαχνικού πατέρα (ή του Ασώτου Υιου) Τους είπε επίσης ο Ιησούς: “κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους. Ο μικρότερος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα του: «πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου αναλογεί» κι εκείνος του μοίρασε την περιουσία. Ύστερα από λίγες μέρες ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή. Εκεί σκόρπισε την περιουσία του κάνοντας άσωτη ζωή. Όταν τα ξόδεψε όλα, έτυχε να πέσει μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη, και άρχισε κι αυτός να στερείται. Πήγε λοιπόν κι έγινε εργάτης σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας, ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του να βόσκει χοίρους. Έφτασε στο σημείο να θέλει να χορτάσει με τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανένας δεν του έδινε. Τελικά συνήλθε και είπε: «πόσοι εργάτες του πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, κι εγώ εδώ πεθαίνω της πείνας! Θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα, δεν είμαι άξιος πια να λέγομαι γιος σου, κάνε με σαν έναν από τους εργάτες σου». Σηκώθηκε, λοιπόν, και ξεκίνησε να πάει στον πατέρα του.Ενώ ήταν ακόμη μακριά, τον είδε ο πατέρας του, τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε σφικτά και τον καταφιλούσε. Τότε ο γιος του του είπε: «πατέρα, αμάρτησα στο Θεό και σ’ εσένα και δεν αξίζω να λέγομαι παιδί σου» ο πατέρας όμως γύρισε στους δούλους του και τους διέταξε: «βγάλτε γρήγορα την καλύτερη στολή και ντύστε τον, φορέστε του δακτυλίδι στο χέρι και δώστε του υποδήματα. Φέρτε το σιτευτό μοσχάρι και σφάξτε να το φάμε και να ευφρανθούμε, γιατί αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός και αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε». Έτσι άρχισαν να ευφραίνονται.Ο μεγαλύτερος γιος του βρισκόταν στο χωράφι και καθώς ερχόταν και πλησίαζε στο σπίτι, άκουσε μουσικές και χορούς. Φώναξε, λοιπόν, έναν από τους υπηρέτες και ρώτησε να μάθει τι συμβαίνει. Εκείνος του είπε: «γύρισε ο αδερφός σου, κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, γιατί του ήρθε πίσω γερός». Αυτός τότε θύμωσε και δεν ήθελε να μπει μέσα. Ο πατέρας το βγήκε και τον παρακαλούσε, εκείνος όμως του αποκρίθηκε: «εγώ τόσα χρόνια σου δουλεύω και ποτέ δεν παράκουσα καμία εντολή σου κι όμως σ’ εμένα δεν έδωσε ποτέ έτσι κατσίκι για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε αυτός ο γιος σου, που κατασπατάλησε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες για χάρη του το σιτευτό μοσχάρι». Κι ο πατέρας του του απάντησε: «παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου. Έπρεπε όμως να ευφρανθούμε και να χαρούμε, γιατί ο αδερφός σου αυτός ήταν νεκρός κι αναστήθηκε, ήταν χαμένος και βρέθηκε”. Η παραβολή του άδικου διαχειριστή Ο Ιησούς έλεγε στους μαθητές του: “Κάποιος πλούσιος είχε έναν διαχειριστή που τον κατηγόρησα ότι σπαταλά την περιουσία του. Τον φώναξε και του είπε: «δώσε λογαριασμό και παράδωσε την διαχείριση σου, γιατί δεν μπορείς πια να είσαι διαχειριστής». Ο διαχειριστής είπε μέσα του: «τι να κάνω τώρα που μου αφαιρεί τη διαχείριση ο κύριος μου; Να σκάβω δεν μπορώ, να ζητιανεύω ντρέπομαι. Ξέρω όμως τι θα κάνω, για να με δέχονται οι άνθρωποι στα σπίτια τους τώρα που θα πάψω να είμαι διαχειριστής». Κάλεσε λοιπόν ένα ένα τους χρεοφειλέτες του κυρίου του, και είπε στον πρώτο: «πόσα χρωστάς εσύ στον κύριο μου;» εκείνος του απάντησε: «εκατό βαρέλια λάδι». «Πάρε το γραμμάτιο», του λέει ο διαχειριστής, «και κάθισε και γράψε γρήγορα πενήντα». Μετά είπε στον άλλο: «εσύ πόσα χρωστάς;», «εκατό σακιά σιτάρι» του απάντησε εκείνος. «Πάρε το γραμμάτιο», του λέει, «και γράψε ογδόντα». Το αφεντικό εξέφρασε το θαυμασμό του για τον άδικο εκείνο διαχειριστή, επειδή ενήργησε έξυπνα γιατί οι σκοτεινοί άνθρωποι αυτού του κόσμου στις σχέσεις με τους ομοίους τους είναι εξυπνότεροι από τα τέκνα του φωτός.Και σας συμβουλεύω να κάνετε φίλους σας ακόμη κι από τα χρήματα της αδικίας, ώστε όταν έρθει το τέλος σας, να σας δεχτούν στις αιώνιες κατοικίες. Όποιος είναι αξιόπιστος στα λίγα, είναι αξιόπιστος και στα πολλά κι όποιος είναι άδικος στα λίγα, είναι άδικος και στα πολλά. Αν, λοιπόν, δε φανήκατε αξιόπιστοι ως προς τον άδικο πλούτο, ποιος θα σας εμπιστευτεί τον αληθινό; Κι αν δε φανήκατε αξιόπιστοι σ’ αυτό που είναι ξένο, ποιος θα σας δώσει αυτό που ανήκει σ’ εσάς; Κανένας δεν μπορεί να είναι δούλος σε δύο κυρίους , γιατί ή θα μισήσει τον ένα και θ’ αγαπήσει τον άλλον ή θα προσκολληθεί στον ένα και θα περιφρονήσει τον άλλον. Δεν μπορείτε να είστε δούλοι και στο Θεό και στο χρήμα”. Ο πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος “Κάποιος άνθρωπος ήταν πλούσιος, φορούσε πολυτελή ρούχα και το τραπέζι του κάθε μέρα ήταν λαμπρό. Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός, και οι άγγελοι τον πήγαν κοντά στον Αβραάμ. Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον άδη που ήταν και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: «πατέρα μου Αβραάμ, σπλαχνίσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δάκτυλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες την ευτυχία στη ζωή σου, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα λοιπόν αυτός χαίρεται εδώ, κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από ’δώ σ’ εμάς να μην μπορούν ούτε οι απ’ κει μπορούν να περάσουν σ’ εμάς». Είπε πάλι ο πλούσιος: «τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο σπίτι του πατέρα μου, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων». Ο Αβραάμ του λέει: «έχουν τα λόγια του Μωυσή και των προφητών ας υπακούσουν σ’ αυτά». Όχι, πατέρα μου Αβραάμ, του λέει εκείνος, «δεν αρκεί αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν». Του λέει τότε ο Αβραάμ: «αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν». ” Η παραβολή του άδικου κριτή και της χήρας Τους έλεγε και μια παραβολή για το πώς πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποκάμνουν στην προσευχή. “Σε κάποια πόλη”, τους είπε, “ήταν ένας δικαστής, που ούτε Θεό φοβόταν ούτε άνθρωπο υπολόγιζε. Σ’ αυτή την πόλη κατοικούσε μια χήρα, που ερχόταν στο δικαστή και του έλεγε: “προστάτεψε με απ’ αυτόν που με κατατρέχει”. Εκείνος για πολύν καιρό αρνιόταν, αλλά ύστερα είπε μέσα του: «παρ’ όλο που δε φοβάμαι το Θεό κι ούτε υπολογίζω άνθρωπο, όμως επειδή τούτη η χήρα μου έγινε φορτική, θα της δώσω το δίκιο της, για να μην έρχεται συνεχώς και με ταλαιπωρεί» ”. Κι ο Κύριος πρόσθεσε: «προσέξτε τι είπε ο άδικος δικαστής. Θα αναβάλει, λοιπόν, ο Θεός να αποδώσει το δίκιο στους εκλεκτούς του, που του φωνάζουν για βοήθεια μέρα και νύχτα; Σας βεβαιώνω ότι θα τους αποδώσει το δίκιο τους πολύ γρήγορα. Όταν όμως έρθει ο Υιός του Ανθρώπου, θα βρει τάχα πιστούς ανθρώπους στη γη;» Η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου Σε μερικούς που ήταν σίγουροι για την ευσέβειά τους και περιφρονούσαν τους άλλους, είπε την παρακάτω παραβολή: “Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ναό για να προσευχηθούν. Ο ένας ήταν Φαρισαίος κι ο άλλος τελώνης. Ο Φαρισαίος στάθηκε επιδεικτικά κι εάν την εξής προσευχή σχετικά με τον εαυτό του: «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους άρπαγας, άδικος, μοιχός, ή και σαν αυτόν εδώ τον τελώνη. Εγώ νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα και δίνω στο ναό το δέκατο απ’ όλα τα εισοδήματά μου». Ο τελώνης, αντίθετα, στεκόταν πολύ πίσω και δεν τολμούσε ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Χτυπούσε το στήθος του και έλεγε: «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Σας βεβαιώνω πως αυτός έφυγε για το σπίτι του αθώος και συμφιλιωμένος με το Θεό, ενώ ο άλλος όχι γιατί όποιος υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, κι όποιος τον ταπεινώνει θα υψωθεί”. Η παραβολή των δέκα δούλων Καθώς αυτοί τα άκουγαν αυτά, ο Ιησούς πρόσθεσε και μια παραβολή, επειδή ήταν κοντά στην Ιερουσαλήμ, κι αυτοί νόμιζαν ότι η βασιλεία του Θεού θα φανερωνόταν αμέσως. Είπε λοιπόν: «Ένας ευγενής πήγε σε χώρα μακρινή να χριστεί βασιλιάς και να επιστρέψει. Πριν φύγει, κάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε από ένα χρυσό νόμισμα και τους είπε: “εμπορευτείτε μ’ αυτά, ώσπου να έρθω”. Οι συμπολίτες του τον μισούσαν κι έστειλαν ύστερα απ’ αυτόν αντιπροσωπεία για να πει: “αυτόν δεν τον θέλουμε για βασιλιά μας”. Αυτός όμως χρίστηκε βασιλιάς και γύρισε πίσω. Και διέταξε να του φωνάξουν τους δούλους στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα, για να μάθει πως ο καθένας τα είχε εκμεταλλευθεί. Παρουσιάστηκε ο πρώτος και του είπε: “κύριε, το νόμισμα σου απέφερε άλλα δέκα νομίσματα”. Εκείνος τότε του είπε: “εύγε, καλέ δούλε! Επειδή αποδείχτηκες έμπιστος σ’ αυτό το ελάχιστο, ανάλαβε την εξουσία πάνω σε δέκα πόλεις”. Ήρθε ο δεύτερος και του είπε: “το νόμισμα σου, κύριε, έφερε άλλα πέντε νομίσματα”. Είπε και σ’ αυτόν: “πάρε κι εσύ την εξουσία πάνω σε πέντε πόλεις”. Ήρθε κι ο άλλος και του λέει: “κύριε, ορίστε το νόμισμα σου. Το είχα κρύψει σ’ ένα μαντήλι, γιατί σε φοβόμουνα, επειδή είσαι άνθρωπος σκληρός παίρνεις αυτό που δεν έδωσες, θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες και μαζεύεις από ’κει που δε λίχνισες”. Του λέει κι ο βασιλιάς: “από τα ίδια σου τα λόγια θα σε κρίνω, κακέ δούλε: ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος σκληρός κι ότι παίρνω αυτό που δεν έδωσα, θερίζω αυτό που δεν έσπειρα και μαζεύω από ‘κει που δε λίχνισα. Γιατί τότε δεν έβαλες τα χρήματά μου σε μια τράπεζα, ώστε, όταν έρθω, να τα πάρω πίσω με τον τόκο τους;” Και στους παρευρισκόμενους είπε: “πάρτε του το νόμισμα και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα νομίσματα”. Εκείνοι του είπαν: “κύριε, αυτός έχει ήδη δέκα νομίσματα”. “Σας βεβαιώνω”, τους απάντησε, “πως σ’ αυτόν που έχει θα του δοθεί κι άλλο, αλλά απ’ όποιον δεν έχει, και εκείνο το λίγο που έχει θα του αφαιρεθεί. Όσο για τους εχθρούς μου, αυτούς που δε με θέλησαν για βασιλιά τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου”». Η παραβολή των κακών γεωργών Ο Ιησούς άρχισε να διηγείται στο λαό την ακόλουθη παραβολή: «Κάποιος άνθρωπος φύτεψε ένα αμπέλι , το νοίκιασε σε γεωργούς κι έφυγε σε άλλον τόπο για πολλά χρόνια. Όταν ήρθε ο καιρός, έστειλε στους γεωργούς ένα δούλο, για να του δώσουν το μερίδιο απ’ τον καρπό του αμπελιού. Οι γεωργοί όμως τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Ύστερα τους έστειλε κι άλλον δούλο, αλλά εκείνοι τον έδειραν κι αυτόν και τον κακοποίησαν, και τον έστειλαν πίσω με άδεια χέρια. Ύστερα έστειλε και τρίτον, αλλά κι αυτόν τον τραυμάτισαν και τον έδιωξαν. Τότε ο ιδιοκτήτης του αμπελιού είπε: “τι να κάνω; Θα στείλω τον αγαπημένο μου γιο ίσως όταν τον δουν να τον σεβαστούν”. Όταν τον είδαν οι γεωργοί, είπαν μεταξύ τους: “αυτός είναι ο κληρονόμος ας τον σκοτώσουμε, για να γίνει δική μας η κληρονομιά”. Κι αφού τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι, τον σκότωσαν. Τι θα τους κάνει, λοιπόν, αυτούς ο ιδιοκτήτης του αμπελιού; Θα έρθει και θα εξολοθρέψει αυτούς τους γεωργούς, και θα δώσει το αμπέλι σε άλλους». Όταν το άκουσαν, είπαν: “Ποτέ τέτοιο πράγμα!” Εκείνος όμως τους κοίταξε και τους είπε: “Τι σημαίνουν, λοιπόν, τα ακόλουθα λόγια της Γραφής:ο λίθος που τον πέταξαν σαν άχρηστον οι οικοδόμοιαυτός έγινε αγκωνάρι; Όποιος πέσει πάνω σ’ αυτόν τον λίθο θα τσακιστεί, και σ’ όποιον πέσει ο λίθος θα τον κομματιάσει”. Τότε οι αρχιερείς και οι γραμματείς κατάλαβαν ότι αυτές τις παραβολές τις είπε γι’ αυτούς και θέλησαν να τον συλλάβουν εκείνη την ώρα, φοβήθηκαν όμως το λαό.
Απόστολος Ανδρέας Καταγόταν από την Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν ψαράς στο επάγγελμα. Ήταν γιος του …