Καινή Διαθήκη Θαύματα Χριστού κατά Λουκά Ευαγγέλιο 0 0 Η θεραπεία του δαιμονισμένου στην Καπερναούμ Κατέβηκε στην Καπερναούμ, πόλη της Γαλιλαίας, και το Σάββατο τους δίδασκε, όλοι έμεναν κατάπληκτοι με τη διδασκαλία του, γιατί μιλούσε με αυθεντία. Στην συναγωγή ήταν κάποιος που κατεχόταν από πονηρό δαιμονικό πνεύμα. Αυτός φώναξε με δυνατή φωνή: -Ε! τι δουλειά έχεις εσύ μ’ εμάς, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες να μας αφανίσεις; Σε ξέρω ποιος είσαι, είσαι ο εκλεκτός του Θεού. Ο Ιησούς επιτίμησε το πνεύμα λέγοντας του: -Πάψε να μιλάς και βγες απ’ αυτόν. Τότε το δαιμόνιο, αφού τον έριξε κάτω ανάμεσά τους, βγήκε απ’ αυτόν χωρίς καθόλου να τον βλάψει. Όλους τους έπιασε δέος και έλεγαν ο ένας στον άλλο: -Τι λόγος είναι αυτός! Με εξουσία και δύναμη διατάζει τα πονηρά πνεύματα και βγαίνουν. Έτσι η φήμη του απλωνόταν παντού στην περιοχή. Η θεραπεία της πεθεράς του Σίμωνα και άλλων ασθενειών Όταν ο Ιησούς έφυγε από τη συναγωγή, πήγε στο σπίτι του Σίμωνα. Η πεθερά του Σίμωνα υπέφερε από υψηλό πυρετό, και τον παρακάλεσαν να την κάνει καλά. Ο Ιησούς ήρθε κοντά της, επιτίμησε τον πυρετό, κι ο πυρετός την άφησε. Εκείνη σηκώθηκε αμέσως και τους υπηρετούσε. Όταν έγερνε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ασθενείς από διάφορες αρρώστιες τους έφερναν σ’ αυτόν. Εκείνος τους θεράπευε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στον καθένα απ’ αυτούς. Από όλους έβγαιναν δαιμόνια, τα οποία κραύγαζαν και έλεγαν: -Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού. Γιατί ήξεραν ότι αυτός είναι ο Χριστός. Εκείνος όμως τα επιτιμούσε και δεν τα άφηνε να μιλούν. Θεραπεία κατά το Σάββατο Ένα άλλο Σάββατο μπήκε ο Ιησούς στη συναγωγή και δίδασκε. Εκεί ήταν ένας άνθρωπος με παράλυτο το δεξί του χέρι. Οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, λοιπόν πρόσεχαν να δουν αν θα θεραπεύσει κανέναν το Σάββατο, για να βρουν αφορμή να τον κατηγορήσουν. Ο Ιησούς, που γνώριζε τους διαλογισμούς τους, είπε στον άνθρωπο με το παράλυτο χέρι: -Σήκω και στάσου στη μέση. Εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε. Τότε ο Ιησούς είπε στους γραμματείς και στους Φαρισαίους: -Θα σας κάνω ένα ερώτημα. Τι επιτρέπει ο νόμος να κάνει κανείς το Σάββατο; Να κάνει καλό ή να κάνει κακό; Να σώσει μια ζωή ή να την αφήσει να χαθεί; Κι αφού έριξε τη ματιά του σ’ όλους γύρω, είπε στον παράλυτο: -Τέντωσε το χέρι σου. Αυτός το έκανε και το χέρι του έγινε καλά σαν το άλλο. Εκείνοι τότε έγιναν έξω φρενών και συζητούσαν μεταξύ τους τι θα ‘πρεπε να κάνουν εναντίον του Ιησού. Ο Ιησούς διδάσκει και θεραπεύει Ο Ιησούς με τους μαθητές του κατέβηκε από το βουνό και στάθηκε σε μια πεδιάδα. Ένα μεγάλο πλήθος μαθητών του, καθώς και πολύ λαός απ’ όλη την Ιουδαία, από την Ιερουσαλήμ και τις παραλιακές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνας είχαν πάει εκεί για να τον ακούσουν και για να θεραπευτούν από τις αρρώστιες τους. Ήρθαν ακόμα και όσοι υπέφεραν από ακάθαρτα πνεύματα όλοι αυτοί θεραπεύτηκαν. Όλος ο κόσμος προσπαθούσε να τον αγγίξει, γιατί μια δύναμη έβγαινε από πάνω του και θεράπευε τους πάντες. Ο Ιησούς θεραπεύει το δούλο του εκατόνταρχου Όταν τελείωσε ο Ιησούς τη διδασκαλία του προς το λαό, πήγε στην Καπερναούμ. Εκεί ο δούλος κάποιου εκατόνταρχου ήταν βαριά άρρωστος, ετοιμοθάνατος. Ο εκατόνταρχος, που αγαπούσε πολύ το δούλο του, όταν άκουσε για τον Ιησού, έστειλε Ιουδαίους πρεσβύτερους να τον παρακαλέσουν να έρθει να σώσει το δούλο του. Εκείνοι πήγαν στον Ιησού και τον θερμοπαρακαλούσαν: “Αξίζει να τον βοηθήσεις”, του έλεγαν “γιατί αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μας την έχτισε”. Όταν όμως ο Ιησούς προχωρώντας μαζί τους είχε κιόλας φτάσει κοντά στο σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε φίλους και του είπε: -Κύριε, μην κάνεις τον κόπο δεν είμαι άξιος να σε δεχτώ στο σπίτι μου γι’ αυτό και δε θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να σ’ επισκεφθεί. Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευτεί ο δούλος μου. Εγώ ξέρω από εξουσία είμαι άνθρωπος κάτω από εξουσία κι έχω και στρατιώτες στην διοίκηση μου. Στον ένα λέω “πήγαινε” και πηγαίνει, στον άλλον λέω “έλα” και έρχεται, και στο δούλο μου “κάνε αυτό” και το κάνει. Όταν άκουσε αυτά τα λόγια ο Ιησούς, τον θαύμασε και γυρίζοντας προς το πλήθος που τον ακολουθούσε είπε: -Σας βεβαιώνω πως τέτοια πίστη ούτε ανάμεσα στους Ισραηλίτες δε βρήκα! Όταν οι φίλοι του εκατόνταρχου γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον άρρωστο δούλο θεραπευμένο. Ο Ιησούς ανασταίνει το γιο μιας χήρας στη Ναϊν Ύστερα πήγε ο Ιησούς σε μια πόλη που λεγόταν Ναϊν. Μαζί του ήταν αρκετοί μαθητές του και πολύ πλήθος. Την ώρα που πλησίαζαν την πύλη της πόλη, έβγαζαν ένα νεκρό, το μονάκριβο γιο μιας μάνας, που μάλιστα ήταν χήρα. Κόσμος πολύς από την πόλη τη συνόδευε. Όταν είδε τη χήρα ο Κύριος, τη σπλαχνίστηκε και της είπε: -Μην κλαίς. Έπειτα προχώρησε, ακούμπησε τη σορό και αφού στο μεταξύ αυτοί που βαστούσαν το φέρετρο σταμάτησαν, είπε: -Νεαρέ, σε διατάζω να σηκωθείς. Ο νεκρός ανακάθισε κι άρχισε να μιλάει. Ο Ιησούς τότε τον παρέδωσε στη μητέρα του. Όλους τους κυρίεψε δέος και δόξαζαν το Θεό: -Μεγάλος προφήτης, έλεγαν, εμφανίστηκε ανάμεσά μας. Και: -Ο Θεός ήρθε να σώσει το λαό του! Έτσι διαδόθηκε αυτή τη φήμη για τον Ιησού σ’ ολόκληρη την Ιουδαία και στα περίχωρα. Η κατάπαυση της τρικυμίας Μια μέρα ο Ιησούς μπήκε μαζί με τους μαθητές του σ’ ένα πλοιάριο και τους είπε: “Ας πάμε στην απέναντι όχθη της λίμνης”. Και τράβηξαν στ’ ανοικτά. Ενώ έπλεαν, εκείνος αποκοιμήθηκε. Ξαφνικά ξέσπασε στη λίμνη ανεμοθύελλα, άρχισαν να μπαίνουν νερά στο πλοιάριο, και κινδύνευαν, τον πλησίασαν τότε οι μαθητές και τον ξύπνησαν λέγοντάς του: “Δάσκαλε, δάσκαλε, χανόμαστε!” εκείνος τότε ξύπνησε κι επιτίμησε τον άνεμο και την τρικυμία σταμάτησαν, κι έγινε γαλήνη. Είπε τότε στους μαθητές του: “Που είναι η πίστη σας;” Εκείνοι φοβήθηκαν κι έλεγαν με κατάπληξη μεταξύ τους: “Ποιος λοιπόν είναι αυτός, που διατάζει ακόμη και τους ανέμους και τα κύματα και τον υπακούν;” Η θεραπεία του δαιμονισμένου στα Γάδαρα Ο Ιησούς κατέπλευσε στην περιοχή των Γαδαρηνών, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη από τη Γαλιλαία. Όταν βγήκε στην ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη, που είχε μέσα του δαιμόνια από πολύν καιρό. Ρούχο δεν ντυνόταν ούτε έμενε σε σπίτι, αλλά ζούσε στα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησού, έβγαλε μια κραυγή, έπεσε στα πόδια του και του είπε με δυνατή φωνή: “Τι δουλειά έχεις εσύ με ‘μένα Ιησού, Υιέ του ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ μη με βασανίσεις”. Αυτά του είπε, γιατί ο Ιησούς είχε διατάξει το δαιμονικό πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο. Από πολλά χρόνια τον είχε στην εξουσία του, και για να τον συγκρατήσουν τον έδεναν με αλυσίδες και του έβαζαν στα πόδια σιδερένια δεσμά. Εκείνος όμως έσπαζε τα δεσμά, και το δαιμόνιο τον οδηγούσε στις ερημιές. Ο Ιησούς τον ρώτησε: “Ποιο είναι το όνομα σου;” Εκείνος απάντησε: “Λεγεών” γιατί είχαν μπει μέσα του πολλά δαιμόνια. Τα δαιμόνια, λοιπόν, τον παρακαλούσαν να μην τα διατάξει να πάνε στην άβυσσο. Εκεί κοντά ήταν ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους που έβοσκαν στο βουνό, και τα δαιμόνια παρακαλούσαν τον Ιησού να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους το επέτρεψε. Βγήκαν, λοιπόν από τον άνθρωπο και μπήκαν στους χοίρους. Τότε το κοπάδι όρμησε προς τον γκρεμό και πνίγηκε στην λίμνη. Μόλις οι βοσκοί είδαν τι έγινε, έφυγαν και το είπαν στην πόλη και στην ύπαιθρο. Βγήκαν οι άνθρωποι να δουν τι έγινε και ήρθαν κοντά στον Ιησού. Βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο βγήκαν τα δαιμόνια να κάθεται δίπλα στον Ιησού, να φοράει ρούχα και να φέρεται λογικά, και φοβήθηκαν. Όσοι είχαν δει τι είχε γίνει, τους είπαν για το πως ο δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε όλο το πλήθος από την περιοχή των Γαδάρων παρακαλούσαν τον Ιησού, να φύγει από κοντά τους, γιατί τους είχε πιάσει μεγάλος φόβος. Εκείνος μπήκε στο πλοιάριο για να γυρίσει πίσω. Ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια τον παρακαλούσε να τον πάρει μαζί του. Ο Ιησούς όμως του είπε να φύγει, με τα παρακάτω λόγια: “Γύρισε στο σπίτι σου και διηγήσου όσα έκανε σ’ εσένα ο Θεός”. Εκείνος έφυγε διαλαλώντας σ’ όλη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Ιησούς. Η ανάσταση της θυγατέρας του Ιαρείου και ηθεραπεία της γυναίκας με την αιμορραγία Όταν επέστρεψε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος, γιατί όλοι περίμεναν τον ερχομό του. Τότε ήρθε κάποιος που τον έλεγαν Ιάρειο και ήταν άρχοντας της συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη. Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά, πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη του ρούχου, κι αμέσως η αιμορραγία σταμάτησε. Τότε ο Ιησούς είπε: “Ποιος με άγγιξε; ” Ενώ όλοι αρνιούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: “Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά σου και σε πιέζουν κι εσύ λες ποιος με άγγιξε;” Ο Ιησούς όμως είπε: “Κάποιος με άγγιξε, γιατί εγώ ένιωσα να βγαίνει από μένα δύναμη”. Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή του, ήρθε τρέμοντας κι έπεσε στα πόδια του και μπροστά σ’ όλο τον κόσμο του είπε για ποια αιτία τον άγγιξε κι ότι είχε γιατρευτεί αμέσως. Εκείνος της είπε: “Θάρρος, κόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε, πήγαινε στο καλό”. Ενώ ο Ιησούς ακόμα μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του άρχοντα της συναγωγής και του λέει: “Η κόρη σου πέθανε μην ενοχλείς πια το δάσκαλο”. Όταν το άκουσε ο Ιησούς, του είπε: “Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε και θα σωθεί”. Φτάνοντας στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα μαζί του, εκτός από τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, καθώς και τον πατέρα και την μητέρα του κοριτσιού. Όλοι έκλαιγαν και τη θρηνολογούσαν. Ο Ιησούς όμως τους είπε: “Μην κλαίτε, δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”. Εκείνοι τον περιγελούσαν, βέβαιοι πως είχε πεθάνει. Ο Ιησούς αφού τους έβγαλε όλους έξω, έπιασε το κορίτσι από το χέρι και του είπε δυνατά: “Κορίτσι, σήκω!”. Το πνεύμα της επέστρεψε κι αυτή αμέσως σηκώθηκε. Ο Ιησούς τότε διέταξε να της δώσουν να φάει. Οι γονείς της έμειναν κατάπληκτοι. Εκείνοι όμως τους είπε να μην πουν σε κανέναν τι είχε γίνει. Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων Οι απόστολοι επέστρεψαν και διηγήθηκαν στον Ιησού όλα όσα είχαν κάνει. Εκείνος τους πήρε μαζί του κι αναχώρησαν μόνοι τους σε μια έρημη περιοχή κοντά στη πόλη που λεγόταν Βηθσαϊδά. Ο όχλος όμως τους αντιλήφθηκε και τον ακολούθησε. Εκείνος τους δέχτηκε και τους μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού, και όσοι είχαν ανάγκη από θεραπεία τους θεράπευσε. Η μέρα όμως άρχισε να γέρνει. Οι δώδεκα μαθητές πήγαν κοντά του και του είπαν: “Διώξε τον κόσμο, για να πάνε στα γύρω χωριά και τις αγροικίες να βρουν κατάλυμα και φαγητό, γιατί εδώ είμαστε στην ερημιά”. Ο Ιησούς τους απάντησε: “Δώστε τους εσείς να φάνε” κι εκείνοι του είπαν: “Δεν έχουμε παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός κι αν πάμε εμείς ν’ αγοράσουμε φαγητά για όλο αυτό το πλήθος”. Ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες. Είπε τότε στους μαθητές του: “Βάλτε του να καθίσουν για φαγητό κάτω στο έδαφος κατά ομάδες ανά πενήντα”. Έτσι κι έκαναν, και τους έβαλαν όλους να καθίσουν για φαγητό. Πήρε τότε στα χέρια του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές του να τα μοιράσουν στον κόσμο. Έφαγαν όλοι τους και χόρτασαν, και τα περισσεύματα που μάζεψαν ήταν δώδεκα κοφίνια. Η μεταμόρφωση του Ιησού Οχτώ περίπου μέρες ύστερα από τότε που ο Ιησούς είπε αυτά τα λόγια, πήρε τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο κι ανέβηκε στο βουνό να προσευχηθεί. Την ώρα που προσευχόταν, η όψη του προσώπου του έγινε διαφορετική και τα ρούχα του άσπρα κι αστραφτερά. Ξαφνικά δυο άντρες άρχισαν να μιλούν μαζί του: ήταν ο Μωυσής κι ο Ηλίας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν με λαμπρότητα και μιλούσαν για το θάνατο του στην Ιερουσαλήμ, με το οποίο θα εκπλήρωνε τη αποστολή του. Ο Πέτρος και οι σύντροφοι του είχαν πέσει σε ύπνο βαρύ. Όταν ξύπνησαν, είδαν την λαμπρότητα του και τους δύο άντρες που στέκονταν δίπλα του. Την ώρα που αυτοί αποχωρίζονταν από τον Ιησού, ο Πέτρος του είπε: “Διδάσκαλε, ωραία είναι να μείνουμε εδώ να φτιάξουμε τρεις σκηνές, μια για σένα, μια για το Μωυσή και μια για τον Ηλία”, δεν ήξερε τι έλεγε. Ενώ τα έλεγε αυτά ήρθε ένα σύννεφο και τους σκέπασε. Οι μαθητές καθώς βρέθηκαν μέσα στο σύννεφο, φοβήθηκαν. Μέσα απ’ το σύννεφο ακούστηκε μια φωνή που έλεγε: “Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτόν ν’ ακούτε”. Αφού ακούστηκε η φωνή αυτή, βρέθηκε ο Ιησούς μόνος. Αυτοί δεν μίλησαν καθόλου και τις μέρες εκείνες δεν είπαν σε κανέναν τίποτε γι’ αυτά που είδαν. Η θεραπεία του παιδιού με το δαιμονικό πνεύμα Την άλλη μέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον Ιησού τον υποδέχτηκε πολύς κόσμος. Και τότε φώναξε ένας μέσα από το πλήθος: “Διδάσκαλε, σε παρακαλώ ρίξε μια ματιά στο γιο μου, το μονάκριβο παιδί μου. Τον πιάνει δαιμόνιο και ξαφνικά φωνάζει. Τον κάνει να σπαράζει και ν’ αφρίζει τον εξαντλεί και δύσκολα βγαίνει απ’ αυτόν. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να διώξουν το δαιμόνιο αλλά δεν τα κατάφεραν”. Ο Ιησούς απάντησε: “Γενιά άπιστη και διεστραμμένη, ως πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρε μου εδώ το γιο σου”. Καθώς πήγαινε κοντά του, το δαιμόνιο έριξε κάτω το παιδί και το έκανε να σπαράζει. Ο Ιησούς επιτίμησε το δαιμονικό πνεύμα, γιάτρεψε το παιδί και το παρέδωσε στον πατέρα του. Όλοι έμειναν κατάπληκτοι από το μεγαλείο του Θεού. Η εξουσία του Ιησού πάνω στα δαιμόνια Κάποτε ο Ιησούς θεράπευσε έναν βουβό, που ήταν δαιμονισμένος. Όταν βγήκε το δαιμόνιο, ο βουβός άρχισε να μιλάει. Ο κόσμος έμενε κατάπληκτος. Μερικοί όμως απ’ αυτούς είπαν πως με τη δύναμη του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια. Άλλοι πάλι ήθελαν να τον φέρουν σε δύσκολη θέση και ζητούσαν να αποδείξει με ένα θαυματουργικό σημάδι τη θεϊκή του αποστολή. Ο Ιησούς όμως, που γνώριζε τις σκέψεις τους, τους είπε: “Κάθε βασίλειο που χωρίζεται σε αντιμαχόμενες παρατάξεις ερημώνεται το ίδιο και κάθε οικογένεια που τα μέλη της μαλώνουν μεταξύ τους. Λέτε πως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ. Αν όμως ο σατανάς πολεμάει τον εαυτό του πώς μπορεί να σταθεί η κυριαρχία του; Κι αν εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ, οι δικοί σας με ποια δύναμη τα βγάζουν; Αυτοί, λοιπόν, αποτελούν απόδειξη πως έχετε άδικο. Αν όμως εγώ βγάζω τα δαιμόνια με τη δύναμη του Θεού, αυτό σημαίνει ότι έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού. Όταν ένας δυνατός οπλιστεί γερά για να προστατεύσει το σπιτικό τους, τα υπάρχοντα του είναι ασφαλισμένα. Όταν όμως του επιτεθεί ένας δυνατότερος και τον νικήσει, τότε παίρνει τον οπλισμό στον οποίο εκείνος στηριζόταν και μοιράζει εδώ κι εκεί τα λάφυρα του. Όποιος δεν είναι με το μέρος μου, είναι εναντίον μου, κι όποιος δε μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει”. Η θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας το Σάββατο Ένα Σάββατο δίδασκε ο Ιησούς σε κάποια συναγωγή. Εκεί βρισκόταν και μια γυναίκα, δεκαοχτώ χρόνια άρρωστη από δαιμονικό πνεύμα. Ήταν κυρτωμένη και δεν μπορούσε καθόλου να ισιώσει το σώμα της. όταν την είδε ο Ιησούς, τη φώναξε και της είπε: “Γυναίκα, απαλλάσσεσαι από την αρρώστια σου”. Έβαλε πάνω της τα χέρια του κι αμέσως εκείνη ορθώθηκε και δόξαζε το Θεό. Ο αρχισυνάγωγος όμως, αγανακτισμένος που ο Ιησούς έκανε τη θεραπεία το Σάββατο, γύρισε στο πλήθος και είπε: “Υπάρχουν έξι μέρες που επιτρέπεται να εργάζεται κανείς μέσα σ’ αυτές, λοιπόν να έρχεστε και να θεραπεύεστε, και όχι το Σάββατο”. Ο Κύριος του απάντησε: “Υποκριτή! Ο καθένας σας δε λύνει το βόδι του ή το γαϊδούρι του από το παχνί το Σάββατο και πάει να το ποτίσει; Κι αυτή, που είναι απόγονος του Αβραάμ, και ο σατανάς την είχε δεμένη δεκαοχτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτά τα δεσμά το Σάββατο;” Με τα λόγια του αυτά ντροπιάζονταν όλοι οι αντίπαλοι του κι ο κόσμος χαιρόταν για όλα τα θαυμαστά που έκανε ο Ιησούς. Η θεραπεία του υδρωπικού Ένα Σάββατο ο Ιησούς πήγε στο σπίτι κάποιου Φαρισαίου άρχοντα για να φάει, και οι Φαρισαίοι τον παρακολουθούσαν. Τότε στάθηκε μπροστά του ένας άνθρωπος που έπασχε από υδρωπικία. Ο Ιησούς πήρε το λόγο και ρώτησε τους νομοδιδασκάλους και τους Φαρισαίους. “Επιτρέπεται να γίνονται θεραπείες το Σάββατο;” Εκείνοι δεν απάντησαν. Ο Ιησούς έπιασε τον άρρωστο, τον γιάτρεψε και τον άφησε να φύγει. Ύστερα τους είπε: “Ποιος από σας, όταν πέσει το παιδί του ή το βόδι του στο πηγάδι το Σάββατο δε θα το ανασύρει αμέσως;” Και δεν μπόρεσαν να δώσουν απάντηση σ’ αυτά. Η θεραπεία των δέκα λεπρών Πηγαίνοντας ο Ιησούς προς την Ιερουσαλήμ, περνούσε ανάμεσα από τη Σαμάρεια και τη Γαλιλαία. Καθώς έμπαινε σ’ ένα χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί στάθηκαν λοιπόν από μακριά και του φώναζαν δυνατά: “Ιησού, αφέντη, ελέησέ μας!” Βλέποντας τους εκείνος τους είπε: “Πηγαίνετε να σας εξετάσουν οι ιερείς”. Και καθώς πήγαιναν, καθαρίστηκαν από τη λέπρα. Ένας απ’ αυτούς, όταν είδε ότι θεραπεύτηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή το Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και τον ευχαριστούσε. Κι αυτός ήταν Σαμαρείτης. Τότε ο Ιησούς είπε: “Δεν θεραπεύτηκαν και οι δέκα; Οι άλλοι εννιά που είναι; Κανένας τους δε βρέθηκε να γυρίσει να δοξάσει το Θεό παρά μόνο τούτος εδώ ο αλλοεθνής;” Και σ’ αυτόν είπε: “Σήκω και πήγαινε στο καλό, η πίστη σου σε έσωσε”. Η θεραπεία του τυφλού στην Ιεριχώ Καθώς ο Ιησούς πλησίαζε στην Ιεριχώ, ένας τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και ζητιάνευε. Όταν άκουσε το πλήθος που περνούσε, ρώτησε να μάθει τι συνέβαινε. Του είπαν ότι περνάει ο Ιησούς ο Ναζωραίος. Τότε εκείνος άρχισε να φωνάζει δυνατά: «Ιησούς, Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Αυτοί που προπορεύονταν τον μάλωναν να σωπάσει, εκείνος όμως φώναζε ακόμη πιο πολύ: «Υιέ του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!» Τότε ο Ιησούς στάθηκε κι έδωσε εντολή να τον φέρου κοντά του. Αυτός πλησίασε κι εκείνος τον ρώτησε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» «Κύριε, θέλω ν’ αποκτήσω το φως μου» αποκρίθηκε. Κι ο Ιησούς του είπε: «Ν’ αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε». Αμέσως ο τυφλός βρήκε το φως του κι ακολουθούσε τον Ιησού δοξάζοντάς το Θεό. Και όλος ο κόσμος, όταν τον είδε, δοξολογούσε το Θεό. Η Ανάσταση του Ιησού Την επόμενη μέρα όμως μετά το Σάββατο, από τα βαθιά χαράματα, ήρθαν οι γυναίκες στον τάφο με τα αρώματα που είχαν ετοιμάσει μαζί τους ήταν και μερικές άλλες. Βρήκαν τότε την πέτρα κυλισμένη από το μνήμα και, όταν μπήκαν σ’ αυτό, δε βρήκαν το σώμα του Κυρίου Ιησού. Καθώς απορούσαν γι’ αυτό, φάνηκαν μπροστά τους δύο άντρες με αστραφτερές στολές. Κι ενώ αυτές κατατρομαγμένες είχαν σκυμμένο το πρόσωπό τους στη γη, τις ρώτησαν: “Τι ζητάτε τον ζωντανό ανάμεσα στους νεκρούς; Δεν είναι εδώ, αναστήθηκε! Θυμηθείτε τι σας είχε πει, όταν ήταν ακόμη στη Γαλιλαία. Σας είπε ότι ο Υιός του Ανθρώπου πρέπει να παραδοθεί στα χέρια των εχθρών του Θεού, να σταυρωθεί και την Τρίτη μέρα ν’ αναστηθεί”. Θυμήθηκαν τότε τα λόγια του. Επέστρεψαν λοιπόν απ’ το μνήμα και τα ανάγγειλαν όλα αυτά στους έντεκα μαθητές και σ’ όλους τους άλλους. Αυτές που τα έλεγαν αυτά στους αποστόλους ήταν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Ιωάννα, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και οι υπόλοιπες που ήταν μαζί τους. Τα λόγια αυτά τους φάνηκαν φλυαρίες και δεν τις πίστευαν. Ο Πέτρος όμως σηκώθηκε κι έτρεξε στο μνήμα. Όταν έσκυψε, είδε μέσα μόνο τα σάβανα και γύρισε σπίτι του γεμάτος απορία γι’ αυτό που είχε γίνει. Η ανάληψη του Ιησού Κατόπιν τους οδήγησε έξω από την πόλη ως τη Βηθανία, σήκωσε τα χέρια του και τους ευλόγησε. Καθώς τους ευλογούσε, άρχισε ν’ απομακρύνεται απ’ αυτούς και ν’ ανεβαίνει στον ουρανό. Αυτοί τότε τον προσκύνησαν και γύρισαν στην Ιερουσαλήμ με μεγάλη χαρά, κι έμειναν συνεχώς στο ναό υμνολογώντας και δοξολογώντας το Θεό. Αμήν.
Οι επτά εκκλησίες της Αποκάλυψης και τα μηνύματα τους Το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης περιέχει την Αποκάλυψη που έδωσε ο Χριστός στον …