Η προδοσία και η σταύρωση του Ιησού κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο

0
0
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΜΕΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΞΥΛΙΝΟ ΣΤΑΥΡΟ ΞΥΛΟ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑ ΦΩΣ ΚΑΙ ΗΛΙΑΚΤΙΔΑ ΕΛΠΙΔΑ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ. ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού

Όταν τέλειωσε την προσευχή του ο Ιησούς, βγήκε μαζί με τους μαθητές του και πήγαν στην απέναντι πλευρά, του χειμάρρου των Κέδρων. Εκεί ήταν ένας κήπος, όπου μπήκε ο Ιησούς και οι μαθητές του. Αυτόν τον τόπο τον ήξερε κι ο Ιούδας, αυτός που τον πρόδωσε, γιατί πολλές φορές πήγαινε εκεί ο Ιησούς, με τους μαθητές του. Έρχεται, λοιπόν, εκεί ο Ιούδας με Ρωμαίους στρατιώτες και φρουρούς του ναού, που του έδωσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι. Ήταν οπλισμένοι και κρατούσαν δαυλούς και λυχνάρια στα χέρια τους. Ο Ιησούς τα ήξερε όλα όσα τον περίμεναν προχώρησε λοιπόν προς το μέρος του και τους ρώτησε: “Ποιον γυρεύετε;” “Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ”, του αποκρίνονται. Τους λέει ο Ιησούς: “Εγώ είμαι”. Ο Ιούδας που τον είχε προδώσει στεκόταν κι αυτός εκεί ανάμεσά τους. Μόλις, λοιπόν, τους είπε ο Ιησούς “εγώ είμαι”, πισωδρόμησαν κι έπεσαν καταγής. Τότε τους ρώτησε πάλι: “Ποιόν γυρεύετε;” Κι αυτοί είπαν: “Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ”. “Σας είπα ότι εγώ είμαι”, τους αποκρίθηκε ο Ιησούς, “αν, λοιπόν, γυρεύετε εμένα, αφήστε τους αυτούς να φύγουν”. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει: “Δεν άφησα να χαθεί ούτε ένας απ’ αυτούς που μου εμπιστεύτηκες”. Ο Σίμων Πέτρος είχε ένα μαχαίρι, το τραβάει, χτυπάει το δούλο του αρχιερέα και του κόβει το δεξί αυτί. Το όνομα του δούλου ήταν Μάχλος. Τότε ο Ιησούς είπε στον Πέτρο: “βάλε το μαχαίρι στην θήκη. Θέλεις να μην πιω το ποτήρι που όρισε ο Πατέρας για μένα;”

Ο Ιησούς οδηγείται στον Άννα

Οι στρατιώτες με το χιλίαρχο και οι Ιουδαίοι και οι Ιουδαίοι φρουροί συνέβαλαν τότε το Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν πρώτα στον Άννα. Αυτός ήταν πεθερός του Καϊάφα, που είχε για κείνη τα χρονιά το αξίωμα του αρχιερέα. Ο Καϊάφας ήταν εκείνος που είχε δώσει τη συμβουλή στους Ιουδαίους άρχοντες, ότι συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για το καλό ολόκληρου του λαού.

Ο Πέτρος αρνείται τον Ιησού

Ο Σίμων Πέτρος κι ένας άλλος μαθητής ακολούθησαν τον Ιησού. Αυτός ο άλλος μαθητής ήταν γνωστός του αρχιερέα κι έτσι μπήκε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. Ο Πέτρος όμως στεκόταν απ’ έξω , κοντά στην πόρτα. Βγήκε, λοιπόν, εκείνος ο άλλος μαθητής ο γνωστός του αρχιερέα, μίλησε στη θυρωρό, κι εκείνη άφησε τον Πέτρο να μπει. Ρωτάει τότε τον Πέτρο η νεαρή υπηρέτρια, η θυρωρός: “Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;” Λέει εκείνος: “Όχι, δεν είμαι”. Εκεί στέκονταν οι δούλοι και οι φρουροί και, επειδή έκανε κρύο, είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Ήταν κι ο Πέτρος μαζί τους, στεκόταν κι αυτός και ζεσταινόταν.

Ο Άννας ανακρίνει τον Ιησού

Ο αρχιερέας έκανε ερωτήσεις στον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδασκαλία του. Ο Ιησούς του απάντησε: “Εγώ μίλησα φανερά στον κόσμο. Μιλούσα πάντοτε στις συναγωγές και στο ναό, όπου μαζεύονταν πάντοτε οι Ιουδαίοι κρυφά δε δίδαξε τίποτε. Τι ρωτάς εμένα; Ρώτησε αυτούς που άκουσαν τι τους είπα. Αυτοί ξέρουν εγώ τι είπα”. Μόλις είπε αυτά τα λόγια, ένας από τους φρουρούς, που ήταν εκεί κοντά, έδωσε ένα ράπισμα στον Ιησού και του είπε: “Έτσι απαντάς στον αρχιερέα;” “Αν είπα κάτι κακό”, του απάντησε ο Ιησούς, “πες ποιο ήταν αυτό, αν όμως μίλησα σωστά, γιατί με χτυπάς;” Τότε ο Άννας έστειλε τον Ιησού δεμένο στον αρχιερέα Καϊάφα.

Ο Πέτρος αρνείται και πάλι τον Ιησού

Εκεί, λοιπόν που ο Σίμων Πέτρος στεκόταν και ζεσταινόταν, του λένε: “Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές εκείνου;” Αυτός αρνήθηκε και είπε: “Δεν είμαι”. Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που του έκοψε ο Πέτρος το αυτί: “Δε σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;” Ο Πέτρος πάλι αρνήθηκε, κι αμέσως τότε λάλησε ένας πετεινός.

Ο Ιησούς οδηγείται στον Πιλάτο

Μετά, οδήγησαν τον Ιησού από το σπίτι του Καϊάφα στο πραιτώριο. Ήταν νωρίς το πρωί. Οι Ιουδαίοι όμως δεν μπήκαν στο πραιτώριο για να μη βεβηλωθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα καθαροί. Ο Πιλάτος βγήκε έξω και τους λέει: “Για ποιο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν τον άνθρωπο;” Του αποκρίθηκε: “αν δεν ήταν κακοποιός, δε θα τον παραδίναμε σ’ εσένα”. Τους λέει τότε ο Πιλάτος: “Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας”. Του λένε οι Ιουδαίοι: “Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να επιβάλουμε ποινή θανάτου σε κανέναν”. Έτσι εκπληρώθηκε ο λόγος που είχε πει ο Ιησούς, δηλώνοντας με τι είδους θάνατο θα πέθαινε. Ο Πιλάτος μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και τον ρώτησε: “Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;” Ο Ιησούς αποκρίθηκε: “τον ρωτάς αυτό από μόνος σου ή σου έχουν μιλήσει άλλοι για μένα;” “Μήπως εγώ είμαι ο Ιουδαίος;” του απάντησε ο Πιλάτος “ο λαός ο δικός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ’ εμένα, τι έκανες, λοιπόν;” Ο Ιησούς απάντησε: “η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται απ’ αυτόν τον κόσμο, οι στρατιώτες μου θα αγωνίζονταν να μην πέσω στα χέρια των Ιουδαίων αρχόντων. Αλλά η δική μου βασιλεία δεν προέρχεται από ‘δω”. Του λέει τότε ο Πιλάτος: “Είσαι, λοιπόν, βασιλιάς;” “Ναι, είμαι βασιλιάς , όπως το λες”, αποκρίθηκε ο Ιησούς. “Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο, για να φανερώσω την αλήθεια, όποιος αγαπάει την αλήθεια καταλαβαίνει τα λόγια μου”. Του λέει ο Πιλάτος: “Και τι είναι αλήθεια;”

Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο

Όταν το είπε αυτό, βγήκε πάλι έξω στους Ιουδαίους και τους λέει: “Εγώ δεν βρίσκω κανένα λόγο για να τον καταδικάσω. Άλλωστε, υπάρχει μια συνήθεια σ’ εσάς, να ελευθερώνω για χάρη σας έναν υπόδικο στη γιορτή του Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας ελευθερώσω το βασιλιά των Ιουδαίων;” Όλοι όμως άρχισαν να φωνάζουν πάλι και να λένε: “Όχι αυτόν! Το Βαραββά!” κι ήταν ο Βαραββάς ληστής.
Τότε διέταξε ο Πιλάτος και πήραν τον Ιησού και τον μαστίγωσαν. Οι στρατιώτες έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν στο κεφάλι του, τον τύλιξαν μ’ έναν κατακόκκινο μανδύα και του έλεγαν: “Ζήτω ο βασιλιάς των Ιουδαίων!” και τον χτυπούσαν στο πρόσωπο. Ο Πιλάτος βγήκε πάλι έξω προς τους Ιουδαίους και τους λέει: “Κοιτάξτε, σας τον φέρνω εδώ έξω για να δείτε κι εσείς πως δεν μπόρεσα να του βρω καμιά αιτία για να τον καταδικάσω”. Έφεραν, λοιπόν, έξω τον Ιησού που φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και τον κατακόκκινο μανδύα. Τους λέει ο Πιλάτος: “Ιδού ο άνθρωπος!” όταν όμως τον είδαν έτσι οι αρχιερείς και οι φρουροί του ναού, άρχισαν να φωνάζουν και να λένε: “Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον!” Τους λέει ο Πιλάτος: “Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, εγώ δεν του βρίσκω καμία αιτία καταδίκης”. Του απάντησαν οι Ιουδαίοι: “Εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας πρέπει να πεθάνει, γιατί ισχυρίστηκε πως είναι Υιός του Θεού”.
Ο  Πιλάτος, όταν άκουσε αυτόν τον λόγο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Μπήκε πάλι μέσα στο πραιτώριο και λέει στον Ιησού: “Από πού είσαι εσύ;” Αλλά ο Ιησούς δεν του έδωσε απόκριση. Του λέει τότε ο Πιλάτος: “Σ’ εμένα δεν αποκρίνεσαι; Δεν ξέρεις πως έχω εξουσία να σε σταυρώσω, όπως έχω και εξουσία να σε αφήσω ελεύθερο;” Ο Ιησούς του αποκρίθηκε: “Δε θα είχες καμία εξουσία πάνω μου, αν δε σου είχε δοθεί από το Θεό, γι’ αυτό εκείνος που με παρέδωσε σ’ εσένα έχει μεγαλύτερο κρίμα από το δικό σου”. Ο Πιλάτος, ακούγοντας αυτά τα λόγια, προσπάθησε για άλλη μια φορά να βρει τρόπο να τον αφήσει ελεύθερο οι Ιουδαίοι όμως κραύγαζαν κι έλεγαν: “Αν ελευθερώσεις αυτόν, δεν μπορείς να είσαι φίλος του αυτοκράτορα, όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά, είναι εχθρός του αυτοκράτορα”.
Ο Πιλάτος, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού κι ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται Λιθόστρωτο –στα εβραϊκά “Γαββαθά”.
Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Λέει λοιπόν ο Πιλάτος στους Ιουδαίους: “Να ο βασιλιάς μας!” Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: “Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!” Τους λέει ο Πιλάτος: “Το βασιλιά σας να σταυρώσω;” Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς: “Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα”. Τότε κι ο Πιλάτος τους τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.

Η σταύρωση του Ιησού

Οι στρατιώτες, λοιπόν, παρέλαβαν τον Ιησού και ξεκίνησαν. Και βγήκε αυτός από την πόλη σηκώνοντας στους ώμους του το σταυρό, μέχρι το λεγόμενοι “Τόπο του Κρανίου”- στα εβραϊκά λέγεται “Γολγοθά”. Εκεί σταύρωσαν τον Ιησού. Μαζί του σταύρωσαν άλλους δύο, τον ένα από τη μια μεριά και τον άλλο από την άλλη, και στη μέση τον Ιησού. Ο Πιλάτος διέταξε επίσης κι έγραψαν μια επιγραφή, και την τοποθέτησαν πάνω στο σταυρό. Κι έγραφε: “Ιησούς ο Ναζωραίος, Βασιλιάς των Ιουδαίων”. Αυτή την επιγραφή τη διάβασαν πολλοί από τους Ιουδαίους, γιατί ο τόπος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν κοντά στη πόλη, και η επιγραφή ήταν γραμμένη εβραϊκά, ελληνικά και λατινικά. Διαμαρτύρονταν, λοιπόν, οι αρχιερείς των Ιουδαίων στον Πιλάτο: “Μη γράφεις «Βασιλιάς των Ιουδαίων», αλλά ότι «εκείνος είπε, Είμαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων»”. Τότε ο Πιλάτος αποκρίθηκε: “Ό,τι έγραψα, έγραψα”.

Όταν, λοιπόν, οι στρατιώτες σταύρωσαν τον Ιησού, πήραν τα ρούχα του και τα πήραν σε τέσσερα μερίδια, ένα μερίδιο για κάθε στρατιώτη. Πήραν επίσης και το χιτώνα, που ήταν χωρίς καμιά ραφή, υφαντός ολόκληρος από πάνω μέχρι κάτω. Είπαν τότε μεταξύ τους: “Ας μην τον σκίσουμε, αλλά να ρίξουμε κλήρο για να δούμε ποιος θα τον πάρει”. Έτσι εκπληρώθηκε η Γραφή που έλεγε:
Τα ρούχα μου μοίρασαν μεταξύ τους
και το ιμάτιό μου το ‘βαλαν στον κλήρο.

Αυτά έκαναν οι στρατιώτες.
Κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του, η αδερφή της η Μαρία, γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λέει στη μητέρα του: “Αυτός τώρα είναι γιος σου”. Ύστερα λέει στο μαθητή: “Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου”. Από εκείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του.

Μετά απ’ αυτό, ο Ιησούς γνωρίζοντας πως όλα είχαν φτάσει πια στο καθορισμένο τέλος, για να εκπληρωθεί η προφητεία της Γραφής, λέει: “Διψώ”. Εκεί κοντά βρισκόταν ένα σκεύος γεμάτο ξίδι. Οι στρατιώτες βούτηξαν ένα σφουγγάρι στο ξίδι, το στήριξαν στην άκρη ένας κλαδιού από ύσσωπο και το ΄φεραν  στο στόμα του Ιησού. Εκείνος όταν γεύτηκε το ξίδι είπε: “Τετέλεσται”. Έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα.

Ο στρατιώτης λογχίζει την πλευρά του Ιησού

Ήταν παραμονή του Πάσχα, και οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να μείνουν τα σώματα των σταυρωμένων πάνω στο σταυρό την ημέρα του Σαββάτου, γιατί η μέρα εκείνη ήταν πολύ μεγάλη γιορτή. Γι’ αυτό παρακάλεσαν τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα σκέλη τους και να τους πάρουν από ‘κει. Εκεί, οι στρατιώτες ήρθαν κι έσπασαν τα σκέλη του πρώτου, έπειτα του άλλου, που είχαν σταυρωθεί μαζί με τον Ιησού, όταν όμως ήρθαν στον Ιησού, δεν του έσπασαν τα σκέλη, γιατί τον βρήκαν ήδη νεκρό. Ένας από τους στρατιώτες του τρύπησε τα πλευρά με τη λόγχη, κι αμέσως βγήκε από την πληγή αίμα και νερό. Αυτός που αναφέρει το γεγονός, το είδε με τα μάτια του, κι αυτό που αναφέρει είναι αληθινό. Ξέρει κι ο ίδιος πως λέει την αλήθεια, ώστε κι εσείς να το πιστέψετε. Μ’ αυτά που έγιναν εκπληρώθηκε ο λόγος της Γραφής: “Κανένα κόκαλο του δεν θα συντριφθεί”. Κι ένας άλλος λόγος της Γραφής λέει: “Θα στρέψουν τα μάτια τους σ’ εκείνον που τον κέντησαν με τη λόγχη”.

Η ταφή του Ιησού

Αφού έγιναν αυτά, ο Ιωσήφ από την πόλη Αριμαθαία παρακάλεσε τον Πιλάτο να του επιστρέψει να πάρει από το σταυρό το σώμα του Ιησού. Ο Ιωσήφ ήταν μαθητής του Ιησού, κρυφός όμως, γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους. Ο Πιλάτος έδωσε την άδεια. Ήρθε, λοιπόν ο Ιωσήφ και κατέβασε το σώμα του Ιησού. Ήρθε επίσης και ο Νικόδημος. Αυτός που την πρώτη φορά είχε πάει νύχτα να συναντήσει τον Ιησού, αυτός έφερε ένα μίγμα από σμύρνα κι αλόη, εκατό περίπου λίτρες. Πήραν το σώμα του Ιησού και το έδεσαν με πάνινες λουρίδες, βάζοντας και τα αρώματα, όπως συνηθίζουν οι Ιουδαίοι να ετοιμάζουν το σώμα για την ταφή. Στο μέρος όπου σταυρώθηκε ο Ιησούς ήταν ένας κήπος, και μέσα στον κήπο ένα καινούργιο μνήμα, όπου κανένας δεν είχε ακόμη ταφεί. Επειδή, λοιπόν, ήταν παραμονή της γιορτής των Ιουδαίων και το μνήμα ήταν κοντά, ενταφίασαν τον Ιησού εκεί.

Το κενό μνήμα

Την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, το πρωί, κι ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, έρχεται η Μαρία η Μαγδαληνή στο μνήμα και βλέπει την πέτρα  μετατοπισμένη από την είσοδο του μνήματος. Τρέχει, λοιπόν, και πηγαίνει στο Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή που ο Ιησούς τον αγαπούσε, και τους λέει: “Πήραν τον Κύριο από το μνήμα και δεν ξέρουμε πού τον έβαλαν”. Βγήκαν τότε έξω ο Πέτρος κι ο άλλος μαθητής όμως έτρεξε γρηγορότερα από τον Πέτρο κι έφτασε πρώτος στο μνήμα. Σκύβει μέσα για να δει και βλέπει τις πάνινες λουρίδες στο έδαφος, δεν μπήκε όμως μέσα. Έφτασε μετά κι ο Σίμων Πέτρος, που ερχόταν πίσω του, και μπήκε μέσα στο μνήμα. Εκεί βλέπει στο έδαφος τις πάνινες λουρίδες κάτω, και το σουδάριο με το οποίο είχαν δέσει το κεφάλι του Ιησού να μην είναι μαζί με τις λουρίδες, αλλά σε μια μεριά τυλιγμένο χωριστά. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε μέσα κι ο άλλος μαθητής, που είχε έρθει πρώτος στο μνήμα, τα είδε αυτά και πίστεψε. Γιατί, ως τότε δεν είχαν καταλάβει τη γραφή, που λέει ότι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού ο Μεσσίας θ’ ανασταινόταν από τους νεκρούς. Οι μαθητές έφυγαν τότε και γύρισαν πάλι στο σπίτι τους.

Η εμφάνιση του Ιησού στη Μαρία

 Η Μαρία όμως στεκόταν έξω κοντά στον τάφο κι έκλαιγε. Εκεί που έκλαιγε , σκύβει να δει μέσα στο μνήμα, και βλέπει δύο αγγέλους ντυμένους στα λευκά, να κάθονται εκεί που βρισκόταν πριν το σώμα του Ιησού, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού κι ο άλλος προς το μέρος των ποδιών. Της λένε τότε εκείνοι: “Γυναίκα γιατί κλαις;” “Πήραν τον Κύριο μου”, τους λέει αυτή, “και δεν ξέρω που τον έβαλαν”. Αφού τα είπε αυτά, γύρισε προς τα πίσω και βλέπει τον Ιησού, να στέκεται όρθιος, δεν κατάλαβε όμως πως ήταν ο Ιησούς. Της λέει τότε εκείνος: “Γυναίκα, γιατί κλαίς; Ποιον ζητάς;” εκείνη νόμισε πως ήταν ο κηπουρός και του λέει: “Κύριε, αν τον πήρες εσύ, πες μου πού τον έβαλες, κι εγώ θα τον πάρω από ‘κει”. Της λέει ο Ιησούς: “Μαρία!” Γυρίζει εκείνη και του λέει: “Ραββουνί!”- που σημαίνει “Διδάσκαλε”. “Μη μ’ αγγίζεις”, της λέει ο Ιησούς, “γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου, πήγαινε όμως στους αδερφούς μου και πες τους: «ανεβαίνω σ’ εκείνον που είναι δικός μου και δικός σας Πατέρας, δικός μου και δικός σας Θεός»”. Πηγαίνει τότε η Μαρία η Μαγδαληνή στους μαθητές και τους αναγγέλλει: “Είδα τον Κύριο!” και διηγήθηκε αυτά που της είχε πει.

Η εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές

Την ίδια εκείνη μέρα, δηλαδή την πρώτη μέρα μετά το Σάββατο, όταν βράδιασε κι ενώ οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι κάπου με κλειστές τις πόρτες, επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές, ήρθε ο Ιησούς, στάθηκε στη μέση και τους λέει: “Ειρήνη σ’ εσάς”. Κι όταν το είπε αυτό, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά του. Οι μαθητές χάρηκαν που τον είδαν τον Κύριο. Ο Ιησούς τους είπε πάλι: “Ειρήνη σ’ εσάς! Όπως ο Πατέρας έστειλε εμένα, έτσι στέλνω κι εγώ εσάς”. Έπειτα από τα λόγια αυτά, φύσηξε στα πρόσωπά τους και τους λέει: “Λάβετε Πνεύμα Άγιο. Σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες, σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες, θα κρατηθούν έτσι”.

Ο Ιησούς και ο Θωμάς

Ο Θωμάς όμως, ένας από τους δώδεκα μαθητές, που λεγόταν δίδυμος, δεν ήταν μαζί τους όταν ήρθε ο Ιησούς. Του έλεγαν λοιπόν οι άλλοι μαθητές: “Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας”. Αυτός όμως τους είπε: “Εγώ αν δεν δω στα χέρια του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάκτυλο μου στα σημάδια από τα καρφιά, και δε βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά του, δε θα πιστέψω”. Οχτώ μέρες αργότερα οι μαθητές ήταν πάλι μέσα στο σπίτι, μαζί τους κι ο Θωμάς. Έρχεται λοιπόν, ο Ιησούς, ενώ οι πόρτες ήταν κλειστές, στάθηκε στη μέση και είπε: “ειρήνη σ’ εσάς”. Έπειτα λέει στο Θωμά: “φέρε εσύ το δάκτυλο σου εδώ και δες τα χέρια μου, φέρε και το χέρι σου και βάλ’ το στην πλευρά μου. Μην αμφιβάλλεις και πίστεψε”. Ο Θωμάς τότε του αποκρίθηκε: “Είσαι ο Κύριος μου και ο Θεός μου”. Του λέει τότε ο Ιησούς: “Πείστηκες επειδή με είδες με τα μάτια σου, μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει!”

Ο σκοπός της συγγραφής του Ευαγγελίου

Ο Ιησούς έκανε βέβαια και πολλά άλλα θαύματα μπροστά στους μαθητές του, που δεν είναι γραμμένα σ’ αυτό εδώ το βιβλίο. Αυτά, όμως γράφτηκαν για να πιστέψετε πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, και πιστεύοντας να έχετε δι’ αυτού τη ζωή.

Η εμφάνιση του Ιησού σε εφτά μαθητές

Αργότερα ο Ιησούς εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές στην όχθη της λίμνης της Τιβεριάδας. Και να πως εμφανίστηκε: “Ήταν μαζί ο Σίμων Πέτρος, ο Θωμάς που λεγόταν Δίδυμος, ο Ναθαναήλ, που καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, οι δύο γιοι του Ζεβεδαίου κι άλλοι δύο από τους μαθητές του. Τους λέει ο Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω να ψαρέψω”. “ερχόμαστε κι εμείς μαζί σου”, του λένε εκείνοι. Βγήκαν έξω κι αμέσως ανέβηκαν στο πλοίο, αλλά όλη εκείνη τη νύχτα δεν έπιασαν τίποτα. Όταν πια ξημέρωσε, στάθηκε ο Ιησούς στο γιαλό, οι μαθητές όμως δεν ήξεραν ότι ήταν ο Ιησούς. Τους λέει τότε ο Ιησούς: “Παιδιά, μήπως έχετε κάτι προσφάγι;” “Όχι”, του αποκρίθηκαν. Εκείνος τότε τους λέει: “Ρίξτε το δίχτυ στη δεξιά μεριά του πλοίου και θα βρείτε ψάρια”. Πραγματικά, έριξαν το δίχτυ, και τα ψάρια ήταν τόσα πολλά, που δεν μπορούσαν να τραβήξουν το δίχτυ. Λέει τότε στον Πέτρο ο μαθητής εκείνος που ο Ιησούς τον αγαπούσε: “Ο Κύριος είναι!” Μόλις άκουσε ο Σίμων Πέτρος πως είναι ο Κύριος, ζώστηκε το ιμάτιό του, επειδή ήταν γυμνός, και ρίχτηκε στο νερό. Οι άλλοι μαθητές ήρθαν με το πλοιάριο, σέρνοντας το δίχτυ με τα ψάρια, γιατί δεν απείχαν από τη στεριά παρά εκατό περίπου μέτρα. Όταν αποβιβάστηκαν στη στεριά, βλέπουν εκεί αναμμένη μια ανθρακιά κι ένα ψάρι πάνω στη φωτιά, και ψωμί. Τους λέει ο Ιησούς: “Φέρτε από τα ψάρια που πιάσατε τώρα”. Ανέβηκε τότε στο πλοίο ο Σίμων Πέτρος και τράβηξε το δίχτυ στη στεριά, γεμάτο μεγάλα ψάρια, για την ακρίβεια εκατόν πενήντα τρία. Κι ενώ ήταν τόσα πολλά ψάρια, το δίχτυ δεν είχε σκιστεί. “Ελάτε να φάτε”, τους λέει ο Ιησούς. Και κανείς από τους μαθητές δεν τολμούσε να ρωτήσει, “εσύ ποιος είσαι;” Γιατί ήξεραν πως είναι ο Κύριος. Έρχεται ο Ιησούς, παίρνει το ψωμί και τους το μοιράζει. Το ίδιο έκανε και με το ψάρι. Αυτή ήταν η Τρίτη εμφάνιση του Ιησού στους μαθητές του μετά την ανάσταση του.

Ο Ιησούς και ο Πέτρος

Όταν, λοιπόν, έφαγαν, λέει ο Ιησούς στο Σίμωνα Πέτρο: “Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς περισσότερο απ’ όσο αυτοί εδώ;” “Ναι, Κύριε”, του απαντάει ο Πέτρος, “εσύ ξέρεις πως σ’ αγαπώ”. Του λέει τότε: “Βόσκε τ’ αρνιά μου”. Τον ρωτάει πάλι για δεύτερη φορά: “Σίμων, γιε του Ιωνά, μ’ αγαπάς;” “Ναι, Κύριε”, του αποκρίνετε εκείνος, “εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ”. Του λέει τότε: “Ποίμαινε τα πρόβατά μου”. Τον ρωτάει για τρίτη φορά: “Σίμων, γιε του Ιωνά μ’ αγαπάς;”  Στεναχωρήθηκε ο Πέτρος που τον ρώτησε για Τρίτη φορά “μ’ αγαπάς;” Και του απαντάει: “Κύριε, εσύ τα ξέρεις όλα, εσύ ξέρεις ότι σ’ αγαπώ”. Του λέει τότε ο Ιησούς: “Βόσκε τα πρόβατά μου. Όταν ήσουν νεότερος, έδενες τη ζώνη στη μέση σου και πήγαινες όπου ήθελες εσύ, όταν όμως γεράσεις, σε βεβαιώνω πως θ’ απλώσεις τα χέρια σου, και κάποιος άλλος θα σε ζώσει και θα σε πάει εκεί που δε θέλεις”. Αυτό το είπε για να δείξει με ποιον θάνατο θα δόξαζε το Θεό. Κι αφού το είπε αυτό, του λέει: “Ακολούθησέ με”.

Ο Ιησούς και ο αγαπημένος μαθητής

Γυρίζει τότε ο Πέτρος και βλέπει να ακολουθεί κι ο μαθητής που ο Ιησούς τον αγαπούσε, εκείνος που στο δείπνο είχε γείρει στο στήθος του και του είπε πει: “κύριε, ποιος είναι αυτός που θα σε παραδώσει;” Όταν λοιπόν τον είδε ο Πέτρος, λέει ο Ιησούς: “Κύριε, και μ’ αυτόν τι θα γίνει;” Ο Ιησούς του λέει: “Κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα; Εσύ ακολούθησέ με”. Διαδόθηκε, λοιπόν αυτός ο λόγος στους αδερφούς, ότι δηλαδή ο μαθητής εκείνος δε θα πεθάνει. Ενώ ο Ιησούς δεν του είπε πως δε θα πεθάνει, αλλά “κι αν εγώ θέλω αυτός να με περιμένει ώσπου να ξανάρθω, τι έχει να κάνει αυτό μ’ εσένα;”
Αυτός είναι ο μαθητής που επιβεβαιώνει αυτά τα γεγονότα και που τα έγραψε. Κι εμείς ξέρουμε πως λέει η αλήθεια. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ‘πρεπε να γραφτούν. Αμήν.

Load More Related Articles
Load More By .
Load More In Καινή Διαθήκη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Check Also

Η γέννηση του Χριστού

Η προαγγελία της γεννήσεως του Ιησού Τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, ο Θεός έσ…